ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Από πού να ξεκινήσουμε για τη φορολογική μεταρρύθμιση

Η αλήθεια είναι πως μόλις αρχίζει η συζήτηση για το φορολογικό σύστημα και την ανάγκη μεταρρύθμισής του, ανάβουν τα πνεύματα. Εκτοξεύονται λογιών λογιών επιχειρήματα περί κοινωνικής δικαιοσύνης, αποτελεσματικότητας και αναπτυξιακής πολιτικής, μαζί με διάφορα στατιστικά δεδομένα και σύντομα η κατάσταση περιπλέκεται σε σημείο πονοκεφάλου. Από πού λοιπόν προκύπτουν οι διαφωνίες; Και ποια είναι η βασική προϋπόθεση για να διεξάγεται ο διάλογος με ξεκάθαρα επιχειρήματα από μια κοινή αφετηρία; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Για να αλλάξουμε κάτι προς καλύτερη κατεύθυνση, οτιδήποτε είναι αυτό, από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέχρι το φορολογικό σύστημα της χώρας, χρειαζόμαστε τρία πράγματα: το ένα είναι να θέσουμε τους επιθυμητούς στόχους και προτεραιότητες, το δεύτερο είναι να ξέρουμε καλά πού είμαστε σήμερα και άρα πόσο απέχουμε από τους στόχους που θέσαμε και το τρίτο αν έχουμε τη δυνατότητα να πιάσουμε τους στόχους.

Οι επιθυμητοί στόχοι και η προτεραιοποίησή τους έχουν συχνά ως αφετηρία καθαρά ιδεολογικές διαφορές, ακόμα και αν αυτό δε γίνεται εξαρχής φανερό. Αν βασικός στόχος, για παράδειγμα, τίθεται η συνολική μείωση φόρων, κάπου στο βάθος σειρά θα έχει και ο περιορισμός των δημόσιων υπηρεσιών που αυτοί χρηματοδοτούν. Όχι ότι δεν υπάρχουν τρόποι απλώς να σπαταλάμε το δημόσιο χρήμα, αλλά σίγουρα με χαμηλά φορολογικά έσοδα δεν θα υπάρχουν πόροι για χρηματοδότηση υψηλού επιπέδου δημόσιων υπηρεσιών, όπως δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, συγκοινωνίες κλπ. Χωρίς φόρους, για παράδειγμα, είναι δύσκολο να βελτιώσουμε την κάκιστη θέση της χώρας μας στην παγκόσμια κατάταξη για την κρατική  χρηματοδότηση του ανθρώπινου κεφαλαίου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως πολύ πρόσφατα ανέδειξε η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ για την παιδεία. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μπορεί, επομένως, να διαφωνούμε για το επιθυμητό ύψος των φορολογικών εσόδων. Μπορεί να διαφωνούμε και ως προς την επιθυμητή τους διάρθρωση. Για παράδειγμα κάποιοι να θεωρούν κεφαλαιώδους σημασία να φορολογούνται πολύ χαμηλά τα εταιρικά κέρδη ως τρόπος προσέλκυσης επενδύσεων, άλλοι να θεωρούν ότι πρέπει να περιορίσουμε σημαντικά τη συμβολή των έμμεσων φόρων γιατί είναι άδικοι, και άλλοι ότι πρέπει να αυξηθεί η φορολογία στο κεφάλαιο και να μειωθεί στην εργασία. Μπορεί να διαφωνούμε και ως προς το πόσο προοδευτικό θεωρούμε ότι πρέπει να σχεδιάζεται το φορολογικό σύστημα ή επιμέρους είδη φόρων, όπως ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων ή ο ΕΝΦΙΑ. Μπορεί να διαφωνούμε για το ποιες ανισότητες είναι ανεκτές στο φορολογικό σύστημα και όχι μόνο, και ποιες όχι.

Για όλα τα παραπάνω, μια κυβέρνηση με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό θα είχε πιθανότατα πολύ διαφορετικές απόψεις από μια κυβέρνηση με σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία. Άρα εδώ οι διαφωνίες προκύπτουν κυρίως από διαφορετικές αξιολογικές και ιδεολογικές θέσεις και είναι αναμενόμενες.

Εκεί, όμως, που δε θα έπρεπε να υπάρχουν διαφωνίες είναι στην απόλυτη ανάγκη να γνωρίζουμε όσο γίνεται ακριβέστερα το σημείο εκκίνησης, ποιο ακριβώς είναι δηλαδή το φορολογικό μας σύστημα σήμερα, πώς κατανέμονται στην πραγματικότητα τα φορολογικά βάρη στους πολίτες, τι ενδείξεις έχουμε για την κατανομή του οφέλους από τη φοροδιαφυγή σε διαφορετικές εκφάνσεις της, ή ποια στοιχεία της αρχιτεκτονικής του φορολογικού μας συστήματος ενθαρρύνουν τη φοροαποφυγή. Τι μπορούμε να διδαχτούμε από την παγκόσμια εμπειρία;

Το πρόβλημα με τον δημόσιο διάλογο είναι ότι πολλές φορές η πραγματικότητα συσκοτίζεται μόνο και μόνο επειδή φωτίζονται ορισμένες μόνο πλευρές της. Για παράδειγμα, σωστά πήραν δημοσιότητα τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για  τα χαμηλά εισοδήματα που δηλώνουν κατά μέσο όρο οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Πολύ πρόσφατα, όμως, δημοσιεύθηκε και μια άλλη έρευνα που υπολογίζει την απώλεια φορολογικών εσόδων ανά χώρα από πολυεθνικές αποκλειστικά μέσω της μεταφοράς κερδών τους σε χώρες χαμηλής φορολογίας (profit shifting) και στη χώρα μας την ανεβάζει σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα στοιχεία είναι εξίσου σημαντικό να γίνονται γνωστά.

Το να ξέρουμε την συνολική εικόνα είναι η βασική προϋπόθεση για να πάμε παρακάτω. Και εδώ υπάρχει τεράστιο περιθώριο για βελτίωση. Δε θα έπρεπε ως χώρα να «ξεσκονίζουμε» κάθε διαθέσιμο στατιστικό στοιχείο και να διεξάγουμε μελέτες που θα φώτιζαν την πραγματικότητα, θα ανέβαζαν το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου και θα έκαναν ορατές τις επιδράσεις των πολιτικών που υιοθετούνται ή προτείνονται; Με αυτήν την ευχή θα καλωσορίσω το 2024.

(*) H Γεωργία Καπλάνογλου είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, DPhil Cambridge

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!