Έγραψα ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πέρυσι με θέμα την ενηλικίωση της Ευρώπης στο οποίο προσπάθησα να συνδυάσω ανάλυση με κριτική διάθεση και πολιτικό στίγμα. Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο οι γεωπολιτικές τεκτονικές πλάκες μετακινούνται βίαια και ο πόλεμος έχει έρθει και πάλι κοντά μας. Ζούμε σε μια εποχή που οι διεθνείς κανόνες παραμερίζονται και η οικονομία δίνει το προβάδισμα στην πολιτική. Με μια νέα τεχνολογική επανάσταση που προσφέρει αδιανόητες μέχρι πρόσφατα ευκαιρίες αλλά και με τεράστιους κινδύνους αν δεν ελεγχθεί σωστά. Και σε έναν πλανήτη που αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή λόγω της κλιματικής αλλαγής που οι κάτοικοί του έχουν αυτοί κυρίως προκαλέσει.
Το βασικό μήνυμα του βιβλίου ήταν ότι αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να προχωρήσει γρήγορα στην πολιτική της ενηλικίωση, δεν θα είναι ικανή να υπερασπιστεί κοινά συμφέροντα και αξίες σε έναν κόσμο όπου το μέγεθος μετράει και επικρατεί συχνά το δίκαιο του ισχυροτέρου. Με άλλα λόγια, η περιθωριοποίηση της Ευρώπης θα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της μη ενηλικίωσής της. Ένα χρόνο και κάτι μετά, τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο δύσκολα. Η Ευρώπη δεν είναι σίγουρα στα καλύτερα της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται χωρίς προοπτικές για ειρήνευση. Το κόστος της βοήθειας στην Ουκρανία μεγαλώνει και η ευρωπαϊκή ενότητα γίνεται όλο και πιο εύθραυστη. Άρα και πιο δύσκολη η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία με όπλα, οικονομική βοήθεια, υποδοχή των προσφύγων και τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το πράσινο φως που δόθηκε από το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ αποτελεί μια σημαντική πολιτική απόφαση αλλά με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και μεγάλες δυσκολίες στην πορεία.
Στο νέο πόλεμο που ξέσπασε στην ευρωπαϊκή γειτονιά μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων (Ισραήλ και Χαμάς, αν προτιμάτε), η Ευρώπη είναι διχασμένη και ανήμπορη να επηρεάσει ουσιαστικά τις εξελίξεις. Φοβάται ότι ο πόλεμος μπορεί να εξαπλωθεί στην ευρύτερη περιοχή. Φοβάται ότι μπορεί να προκαλέσει νέο προσφυγικό κύμα από την ισοπεδωμένη Γάζα και να αναζωπυρώσει την τρομοκρατία στις ευρωπαϊκές χώρες. Ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται επίσης ότι η Δύση χάνει συνεχώς αξιοπιστία στο λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο, το μουσουλμανικό κόσμο πολύ περισσότερο. Βεβαίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η χώρα που κρατάει το μαχαίρι και το πεπόνι, αλλά μέχρι τώρα αφήνει το Νετανιάχου να έχει τον τελευταίο λόγο.
Η περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ με την προοπτική ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας αποτελεί πλέον άμεση προτεραιότητα. Όλοι όμως γνωρίζουν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι ούτε η ΕΕ είναι έτοιμη να δεχτεί νέα μέλη ούτε και τα υποψήφια μέλη θα πληρούν τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για ένταξη τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Θα τολμήσουν τελικά οι ευρωπαϊκές χώρες να κάνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να λειτουργήσει στοιχειωδώς μια ΕΕ με 35 ή και περισσότερα μέλη; Αυτοί που βιάζονται περισσότερο για τη διεύρυνση είναι συνήθως αυτοί που δεν έχουν καμιά διάθεση για αλλαγές και ελάχιστο ενδιαφέρον να ενισχύσουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Το εξαιρετικά πολωμένο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με μια πολύ άνιση κοινωνία, είναι αρκετά πιθανό να βγάλει ξανά πρόεδρο τον Τραμπ. Και αν αυτό συμβεί, ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός την επόμενη μέρα – και πολύ χειρότερος. Οι Ευρωπαίοι άρχισαν πια να συζητούν ανοιχτά το ενδεχόμενο, αλλά με εμφανή αμηχανία και αδύναμοι να προετοιμάσουν μια κοινή άμυνα στην προοπτική μιας νέας τετραετίας Τραμπ που μπορεί να σημάνει το τέλος της ατλαντικής συμμαχίας, αν όχι και της αμερικανικής δημοκρατίας. Είναι δυστυχώς αρκετά πιθανό να ακολουθήσουν οι Ευρωπαίοι διαφορετικούς δρόμους αν βρεθούν ξανά αντιμέτωποι με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο. Θα βρεθούν αρκετοί πρόθυμοι να κολακεύσουν τον (όποιο) ηγέτη της υπερδύναμης, ενώ μερικοί θα προσπαθούν να φτιάξουν συμμαχίες ικανών και γενναίων για να αντιμετωπίσουν το κακό.
Τον Ιούνιο του 2024 θα έχουμε ευρωεκλογές. Αναμένεται αύξηση της εκλογικής δύναμης των ακροδεξιών και των εθνικιστών με αντίστοιχη μείωση των κομμάτων της φιλοευρωπαϊκής πλειοψηφίας. Το ακροδεξιό φάσμα έχει λάβαρο το προσφυγικό. Εκμεταλλεύεται επίσης τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και την αγωνία κοινωνικών στρωμάτων που αισθάνονται ευάλωτα στις μεγάλες αλλαγές της εποχής μας. Η ενίσχυση της ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς, έστω ως μειοψηφία αλλά σίγουρα υπολογίσιμη, θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση.
Το Δεκέμβριο κατέληξαν σε συμφωνία οι 27 για το νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, ενώ η διαδικασία έγκρισης αναμένεται να ολοκληρωθεί τους επόμενους μήνες. Αλλά το πρόβλημα θα είναι στην εφαρμογή του νέου συμφώνου, όπως άλλωστε δείχνει και η προηγούμενη εμπειρία. Οι προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη συνεχίζουν να ξεπερνούν κατά πολύ τον αριθμό προσφύγων/μεταναστών που, καλώς ή κακώς, είναι έτοιμες να δεχτούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι αυστηρότεροι έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα και η εσωτερική αλληλεγγύη θα δοκιμαστούν και πάλι στην πράξη με αμφίβολα αποτελέσματα.
Το κράτος ξαναγύρισε δυνατό για να προστατεύσει σύνορα, οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον. Για την ΕΕ, τα μεγάλα ερωτήματα συνοψίζονται στο αν προχωρήσει ουσιαστικά η ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία, αν η βιομηχανική πολιτική είναι κυρίως εθνική ή ευρωπαϊκή με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τη θέση των ευρωπαϊκής οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμβάλουν ουσιαστικά στην κοινωνική συνοχή, και πόσο γρήγορα θα προχωρήσει η πράσινη μετάβαση τώρα που οι αναγκαίες αλλαγές συνεπάγονται μεγαλύτερο κόστος για όλους. Ούτε σε αυτά τα ερωτήματα η απάντηση είναι δεδομένη.
Έχουμε κρίση δημοκρατίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά όχι μόνον. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Απαξίωση της Πολιτικής, αδύναμες κυβερνήσεις, άνοδος των εθνικιστών, λαϊκιστών και ακροδεξιών. Στο παρελθόν, η γαλλογερμανική συνεργασία λειτούργησε συχνά ως κινητήριος δύναμη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σήμερα όμως υπολειτουργεί. Ο Μακρόν δεν βγαίνει συχνά μπροστά όπως παλιά, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί να τον ακολουθήσουν αλλά και γιατί είναι αρκετά αποδυναμωμένος μέσα στη δική του χώρα. Όσο για το Γερμανό καγκελάριο Σολτς, αγωνίζεται να κρατήσει ενωμένη την κυβέρνηση ενός αρκετά παράταιρου συνασπισμού με το βλέμμα στραμμένο εντός της χώρας. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι η νέα ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών για την επόμενη πενταετία που θα επιλεγεί μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές θα είναι αντάξια των περιστάσεων.
Είναι δύσκολη η ενηλικίωση της Ευρώπης και οι καιροί επικίνδυνοι.
(*) Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ, καθηγητής στη Sciences Po στο Παρίσι και ομότιμος καθηγητής στο ΕΚΠΑ.