Μέχρι τώρα η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι η ενεργειακή ασφάλεια ισοδυναμεί με ενεργειακή αυτοδυναμία. Με αυτή τη λογική, η Ευρώπη, που εξαρτάται ενεργειακά κατά 55%, και η Ελλάδα κατά 75% απειλούνται μόνιμα, όπως έδειξε ο περιορισμός των ροών φυσικού αερίου και πετρελαίου προς αυτές λόγω του πολέμου στην Ουκρανία .
Όμως μεσομακροπρόθεσμα, η επάρκεια ενέργειας απειλείται και από τέσσερεις ακόμα ανερχόμενους παράγοντες, που σχετίζονται με την μετάβαση σε net zero. Ο πρώτος είναι oi τεχνικoί και φυσικοί περιορισμοί στην ταχύτητα και στο ρυθμό μετάβασης των οικονομιών σε χαμηλότερα επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η μετάβαση απαιτεί περισσότερη γη για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, πολύ μεγαλύτερα και ισχυρότερα δίκτυα μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, υποδομές αποθήκευσης ενέργειας σε πολύ μεγάλη κλίμακα και τέλος μηχανήματα (πχ πάνελς, ανεμογεννήτριες, πυρηνικούς αντιδραστήρες, μονάδες υδρογόνου) για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται στη θέση τους έγκαιρα, αλλιώς θα λείψει ενέργεια.
Δεύτερον, ο επιταχυνόμενος εξηλεκτρισμός της κατανάλωσης, λόγω της μετάβασης, αυξάνει εκθετικά τις ανάγκες παραγωγής, μεταφοράς, αποθήκευσης και διανομής ενέργειας και διογκώνει τη ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά, όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το λίθιο και οι σπάνιες γαίες. Αυτή η έκρηξη ζήτησης γεννά μια καινούργια γεωπολιτική απειλή, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της παραγωγή των ορυκτών αυτών βρίσκεται στην Ρωσία, την Κίνα, την Λατινική Αμερική και την Αφρική, έξω από την άμεση επιρροή της Δύσης. Έτσι, ο παραδοσιακός φόβος της διακοπής των ροών ενέργειας θα συνοδευτεί σταδιακά και από την απειλή της μη διαθεσιμότητας των ειδικών πρώτων υλών για τη δημιουργία των νέων υποδομών.
Τρίτον, ή μη συνολικά σχεδιασμένη μετάβαση από τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας δημιουργεί προβλήματα συγχρονισμού με τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό έγινε φανερό στη Γερμανία, η οποία με πολιτική απόφαση έκλεισε όλους τους πυρηνικούς σταθμούς και βρέθηκε ισχυρά εξαρτώμενη από το φυσικό αέριο που εισήγαγε από την Ρωσία, στην Γαλλία η οποία παραμέλησε για χρόνια τη συντήρηση των πυρηνικών εργοστασίων της και βρέθηκε και αυτή αντιμέτωπη με το ίδιο πρόβλημα, και στην Ελλάδα η οποία εγκατέλειψε την λιγνιτική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά αναγκάστηκε να την επαναφέρει όταν μειώθηκαν οι ροές του ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν τους κινδύνους της αποκοπής από μια πηγή ενέργειας χωρίς βιώσιμη εναλλακτική τροφοδοσία.
Η τέταρτη σημαντική, αλλά έμμεση, απειλή για την ενεργειακή ασφάλεια είναι το κόστος της ενέργειας. Η ανάπτυξη νέων πηγών ορυκτών καυσίμων, η αύξηση της παραγωγής κλιματικά ήπιας ενέργειας, οι επενδύσεις σε υποδομές για μεταφορά, αποθήκευση και διανομή κάθε μορφής ενέργειας το αυξάνουν σημαντικά. Οι χαμηλότερες αποδόσεις μετατροπής και οι απώλειες προσθέτουν σε αυτό. Επιπλέον, τουλάχιστον στην Ευρώπη, οι αγορές ενέργειας (ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου και δευτερογενώς πετρελαίου) δεν λειτουργούν προς το παρόν αποδοτικά, επηρεάζοντας προς τα πάνω τις τιμές. Έχουμε ήδη μπει σε περίοδο συστηματικά υψηλότερου κόστους ενέργειας για την Ευρώπη, που, αν δεν ελεγχθεί η δυναμική του, μπορεί να έχει μόνιμη και όχι πληθωριστική επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα, όπως παρατηρήθηκε το 1973 και το 1979 με τις αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ.
Βρισκόμαστε σε μια καμπή, όπου η ίδια η μετάβαση στην νέα ενεργειακή πραγματικότητα απειλεί την ενεργειακή ασφάλεια και μπορεί να περιορίσει την οικονομική ανάπτυξη. Στο COP 28 οι συζητήσεις θα οδηγήσουν στην ανάληψη νέων εθνικών δεσμεύσεων και καινούργιων σκληρότερων στόχων, που όπως κάθε φορά, δεν θα στηρίζονται σε υπερ-τοπικά σχέδια, δεν θα είναι συντονισμένες μεταξύ τους και πιθανότατα δεν θα υλοποιηθούν κατά τα υπεσχημένα χρονοπρογράμματα.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι εθνικό αλλά πλανητικό, και το χαμηλότερο επίπεδο ημι-αποτελεσματικής αντιμετώπισης του είναι το ευρωπαϊκό. Αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα να αναπτυχθεί ένα ενιαίο και συνεκτικό ευρωπαϊκό σχέδιο μετάβασης που να αναγνωρίζει όλες τις τεχνικές και οικονομικές επιπτώσεις, συνολικά αλλά και γεωγραφικά, και το οποίο να στηρίξει την ενιαία διαχείριση της. Αν δεν μπορέσουμε να συντονιστούμε, τότε θα βρεθούμε μπροστά σε καταστάσεις που υπονομεύουν τον τρόπο ζωής μας. Αρκεί να θυμηθεί κανένας το πόσο υπέφεραν ορισμένες χώρες από την έλλειψη ενέργειας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Γεωργία, η να δει τον πρώτο κύκλο της σειράς COBRA του αγγλικού καναλιού SKY, για το τι μπορεί να συμβεί σε μια δυτική χώρα όταν λείψει η ηλεκτρική ενέργεια για παραπάνω από μία εβδομάδα.
(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων