Καλύτερα να ξεκινήσει κανείς από τον υπότιτλο της πρόσληψης του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος του Κ. Τσιτσελίκη, να οδηγήσει τον αναγνώστη – με την χρήση εργαλείων από διάφορα νομικά πεδία, αλλά και από οικονομικές προσεγγίσεις και (ίσως ακόμη περισσότερο) από πολιτική/διεθνοπολιτική προσέγγιση – στην αναζήτηση του τι μπορεί να σημαίνουν και πώς λειτουργούν σήμερα τα commons/τα κοινά. Τα κοινά αγαθά. οι κοινοί πόροι. οι κοινοί χώροι, και τούτο 8 ή 9 αιώνες αφότου η πρακτική των enclosures στη μεσαιωνική Αγγλία άρχισε να περιχαρακώνει σε ιδιωτική (μεγαλο)ιδιοκτησία τις έως τότε περιοχές κοινής γεωργικής/ κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Οι οποίες, μετά τα μέσα του 18ου πλέον αιώνα, δημιούργησαν (με πολιτική/εξουσιακή κάλυψη της Βουλής των Κοινοτήτων) τη βάση τόσο μιας εντατικής αγροτικής εκμετάλλευσης όσο και του προλεταριάτου των ακτημόνων, που έγινε διαθέσιμο ως εργατικό δυναμικό της βιομηχανικής επανάστασης του 18ου/19ου αιώνα.
Από την αρχική εκείνη εικόνα και προσέγγιση μέχρι το να δει κανείς υπό το πρίσμα των κοινών πόρους όπως ο αέρας, το νερό, τα μεταλλεύματα, το διαδίκτυο, η ατμόσφαιρα, το ραδιοφάσμα, το ανοιχτό λογισμικό, η πληροφορία αλλά και η επιστημονική γνώση ή ο πολιτισμός, η απόσταση είναι ασφαλώς μεγάλη. Όπως σημαντική είναι και η διαφοροποίηση μεταξύ κοινών και δημόσιων αγαθών, όπου τα δεύτερα περιλαμβάνουν π.χ. την εκπαίδευση, την υγεία, την απονομή δικαιοσύνης, τη διαχείριση της ενέργειας ή της πληροφορίας, την προστασία του περιβάλλοντος: όλα αυτά όμως, προκύπτουν από την δράση θεσμών και οργανωτικών δομών.
Αν πάντως σας παραξενεύει η αναφορά σε λογική commons π.χ. των μεταλλευμάτων, που όλοι ταυτίζουμε με την δραστηριότητα μεταλλευτικών επιχειρήσεων, θυμηθείτε τις διεθνείς διαπραγματεύσεις προ δεκαετιών του Montego Bay όπου επιχειρήθηκε η δημιουργία Αρχής Διαχείρισης των Βυθών ακριβώς σε αντίθετη βάση. Αν πάλι σας σοκάρει η αναφορά με λογική commons στην επιστημονική γνώση, αναλογισθείτε τις έντονες συζητήσεις, στην κορύφωση της πανδημίας και της παγκόσμιας «μάχης» για εξασφάλιση των εμβολίων, γύρω από την άρση της προστασίας που παρείχαν οι πατέντες των εταιρειών οι οποίες είχαν αποκρυσταλλώσει την τεχνολογία των εμβολίων προκειμένου να παραχθούν (και διατεθούν…) οι αναγκαίες για να ανακοπεί η πανδημία δισεκατομμύρια δόσεις ανά την υφήλιο (πέραν φραγμών οικονομικής ανισότητας). Ή, πάλι, αν δεν βλέπετε άμεσα πού μπορεί να χωρέσει στην συζήτηση περί κοινών το διαδίκτυο, δείτε πού κατέληξε βαθμιαία η συζήτηση για την κυριαρχία των γιγαντιαίων επιχειρήσεων της ψηφιακής εποχής, που ακριβώς υπάγουν σε αποκλειστική οικονομική διαχείριση τα δεδομένα των χρηστών – με διστακτική προσπάθεια Κρατών ή θεσμών τύπου ΕΕ να συγκρατήσουν τις πρακτικές των Μασκ ή Ζούκερμπεργκ του κόσμου τούτου. Αν τέλος απορείτε για την αναφορά στα πολιτιστικά αγαθά, θυμηθείτε τη βάση της (επανα)διεκδίκησης πολιτιστικών των σημερινών εκθεμάτων μουσείων των μητροπόλεων, με το θεμελιακό επιχείρημα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Εργαλείο για την επανασυζήτηση του μεγάλου θέματος των κοινών – ή: Ορισμένων από τα κοινά που προαναφέρθηκαν – είναι ασφαλώς το διεθνές δίκαιο, όμως προσεγγιζόμενο στα πλαίσια μιας ευρύτερης ρυθμιστικής στεφάνης και, το κυριότερο, μιας συνειδητοποίησης διεθνο-πολιτικού χαρακτήρα και με διαφορετικές οικονομικές βάσεις. Πράγματι, η συμφωνημένη αρχή της Μόνιμης Κυριαρχίας επί των Φυσικών Πόρων που είχε διαμορφωθεί στις αρχές της 10ετίας του ΄60 στα πλαίσια του ΟΗΕ, και που έδωσε δικαίωμα σε κάθε κράτος να διαχειρίζεται κατά το δοκούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του, έτσι όπως είχε προηγηθεί κατά δεκαετίες από την «καθολική επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών» δεν οδήγησε σε ικανοποιητική κατάσταση σε επίπεδο ίσης (ή πάντως δίκαιης) κατανομής των πρώτων υλών. Για τον Κ. Τσιτσελίκη «η ενδυνάμωση της λογοδοσίας των αυταρχικών κυβερνήσεων που υφαρπάζουν τον φυσικό πλούτο για λογαριασμό μιας οικονομικής ολιγαρχίας, θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς υπέρ μιας δικαιότερης διανεμητικής δημοκρατίας, μόνον εάν πλαισιωνόταν από ανάλογες οικουμενικού χαρακτήρα ρυθμίσεις και πολιτικές».
Φυσικά, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια ριζική επανατοποθέτηση των διεθνών προτεραιοτήτων. Το ίδιο, αν μη εντονότερα διατυπωμένο, ισχύει και για την αναζήτηση «οικολογικής κυβερνησιμότητας» στα πλαίσια της υπό επιταχυνόμενη εξέλιξη κλιματικής κρίσης/κλιματικής αλλαγής. Εδώ, το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων για την διαχείριση των διαθέσιμων πόρων έχει αναδυθεί, πλην όμως εντελώς θαμπά και διστακτικά. Ενώ στην αντίστοιχη ευρύτατη συζήτηση για την διαχείριση της ψηφιακής πραγματικότητας, ή/και της ερευνητικής δράσης που ανοίγει νέους εντελώς ορίζοντες στην βιολογία, οι αντίστοιχες ρυθμιστικές αναζητήσεις αποδεικνύονται ακόμη πιο δύσκολες…
Πάντως, μετά την μείζονα – και σε οικονομική κλίμακα – περιπέτεια της πανδημίας του κορωνοϊού, ο άκρατος ατομισμός και η αντίληψη (σε επίπεδο κρατών, στην αρχική φάση) του homo homini lupus, υποχώρησε αισθητά. Όσο, δε, παράλληλα γινόταν φανερή μέσα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η επίπτωση της κλιματικής αλλαγής, τόσο η αντίστοιχη στρουθοκαμηλική αντίδραση στην πραγματικότητα της διασυνοριακής ρύπανσης με φόντο την άρνηση ανάληψης του κόστους ερχόταν στην επιφάνεια ως (αυτο)καταστροφική.
Αυτά αποτυπώνει και η καταληκτική διαπίστωση του Κ. Τσιτσελίκη, ότι «η θέση των ανθρώπων απέναντι στα κοινά είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητη και υποκείμενη στις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται στον άξονα του χρόνου». Διαπίστωση, αν και εν μέρει ευχή. Οπότε καταλήγει η διαπίστωση αυτή με ερωτηματικό – αφού πρώτα παραπέμπει «στο δίκαιο, παρέα με την πολιτική, την οικονομία και την τεχνολογία [ως προς] την θέση των κοινωνιών απέναντι στα κοινά». Ποιος ο ρόλος του διεθνούς δικαίου, ποια η θέση των ανθρώπων «σ’ αυτό το τόσο δυναμικό και εύθραυστο τοπίο σε λίγες ή περισσότερες δεκαετίες»;
Σ’ αυτήν την διερώτηση παραπέμπει ο κυρίως τίτλος του βιβλίου, έτσι που παραπέμπει στην αναζήτηση της ουτοπίας στα όρια του αδυνάτου: Γι αυτό και συστήσαμε στον αναγνώστη να ξεκινήσει την προσέγγισή του από τον υπότιτλο…