«Η οικονομία και το εθνικό νόμισμα της Τουρκίας βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού και έτσι ο Ερντογάν, μετά την επανεκλογή του, θα κάνει την μεγάλη στροφή με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων με την Δύση δηλαδή με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε».
Αυτή η ερμηνεία κυριαρχούσε σε αρμόδιους και αναρμόδιους παρατηρητές των εξελίξεων στην Τουρκία και ήταν συντριπτικά κυρίαρχη σε σημείο παρερμηνείας της πραγματικότητας.
Κορυφαίο παράδειγμα η συνάντηση Ερντογάν-Μπάιντεν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους όπου η δημιουργική ασάφεια των δηλώσεων που ακολούθησαν οδήγησαν σε πανηγυρισμούς για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Η στάση του Ερντογάν μετά την ανάφλεξη στην Γάζα προσγείωσε τους υπεραισιόδοξους στην πραγματικότητα.
Η αισιοδοξία ότι ο Ερντογάν θα επιστρέψει στην Δύση ως ο άσωτος υιός, υποτιμά αν δεν αγνοεί μια βασική παράμετρο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μετά το 1945.
Την σχέση συγκοινωνούντων δοχείων που υπάρχει στην Τουρκία ανάμεσα στην ταυτότητα του καθεστώτος και τις διεθνείς επιλογές της Άγκυρας.
Το δόγμα Τρούμαν το 1947 και η ένταξη στο ΝΑΤΟ το 1952 δεν θωράκιζαν μόνο την Τουρκία απέναντι στην ΕΣΣΔ αλλά ενίσχυαν και θωράκιζαν τον κοσμικό χαρακτήρα του καθεστώτος που ίδρυσε ο Κεμάλ.
Έτσι η αλληλεγγύη προς τους σουνίτες μουσουλμάνους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που επιδεικνύει ο Ερντογάν δεν είναι μόνον οθωμανικός αναθεωρητισμός αλλά και εγγύηση ότι αποκλείεται μια μελλοντική παλινόρθωση του σκληρού κοσμικού Κεμαλικού μοντέλου.
Με δυο λόγια, αν με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Τζαμί και την απαξίωση της Συνθήκης της Λοζάνης επιχειρείται απονεύρωση της μνήμης του Κεμάλ, με την διεκδίκηση του ρόλου ενός άτυπου Χαλίφη ο Ερντογάν θωρακίζεται απέναντι σε μια μελλοντική απόπειρα επιστροφής στον ακραίο κεμαλισμο.