Η συλλογική αυτή προσέγγιση του φαινομένου του συντηρητισμού στην Ελλάδα – φαινομένου πολιτικού στην εδώ προσέγγισή του, που όμως ξεκινά προδήλως από κοινωνικοοικονομική ρίζα με ιδεολογική επεξεργασία/επένδυση (ο Κώστας Ιορδανίδης, στην δική του συμβολή, επιχειρεί μια σύνδεση του πλαισίου της συντηρητικής αντίληψης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, του Καποδίστρια αλλά και του Όθωνα με γνώριμο το τέλος και των δυο, με τις ιστορικές καταβολές των Ελλήνων και τα εκ Δύσεως ρεύματα ανατροπής – έχει μια τόλμη μέσα της. Καθώς ζούμε μεν σε μια πολιτική φάση που, ανεξαρτήτως ετικέτας («νεοφιλελευθερισμός», «κεντροδεξιά»), εμφορείται από συντηρητικές αντιλήψεις. Και αναζητήσεις, και επιβολές πολιτικής.
Όμως με χρήσιμη ειλικρίνεια, ήδη σε εισαγωγική διατύπωση του Προλόγου, καταγράφεται: «Η θετική αξιολογικά χρήση του όρου συντηρητισμός στην ελληνική δημόσια σφαίρα υπήρξε ανέκαθεν περιθωριακή». Με ένα σχετικό παράπονο, η ίδια αυτή εισαγωγική προσέγγιση βλέπει την έννοια του συντηρητισμού να χρησιμοποιείται – στην ελληνική πάντα πραγματικότητα – κυρίως από τους αντιπάλους του, και μάλιστα αρεσκόμενους «να ανακαλύπτουν συντηρητικές θέσεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν».
Αναζητώντας ένα είδος απάντησης στο άμεσα παρόν και λειτουργικό ερώτημα «Τι (δεν) είναι η Νέα Δημοκρατία» σήμερα, η – επέχουσα θέση κατακλείδας – προσέγγιση του Άγγελου Χρυσόγελου σαρώνει από ιδεολογικές προσεγγίσεις του συντηρητισμού σε μια (δική μας η προσέγγιση!) ανιδεολογική και πρακτικίστικη συγκυρία άσκησης εξουσίας με το παρόν μεν στο προσκήνιο αλλά με ιστορική ματιά να το συνοδεύει, μέχρι και τη σύμπλεξη της έννοιας του εθνικού/του εθνικισμού με την «ταύτιση της Ελληνικής Κεντροδεξιάς με τον Δυτικό/Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας». Για να καταθέσει την άποψη ότι «οι περίοδοι κατά τις οποίες η ελληνική δεξιά στάθηκε αντίθετη στις μεγάλες δυνάμεις που επικυριαρχούν στην Ελλάδα είναι σπάνιες αλλ’ εξαιρετικά ενδιαφέρουσες».
Για το σπάνιο μπορεί να συζητήσει κανείς, για το ενδιαφέρον σίγουρα θα συμφωνήσει, καθώς όντως «σε τέτοιες συγκυρίες ο συντηρητισμός αναγκάζεται να αναζητήσει μιαν αυτοφυή ιδεολογική ταυτότητα και μια μαζικότητα πέρα από τον στενό πυρήνα των παραδοσιακών υποστηρικτών του». Αυτή η προσέγγιση, καθώς και η κατακλείδα που διαχωρίζει τον «θέσει» συντηρητισμό (=αντίσταση στην αλλαγή, πάντως στην ριζοσπαστική αλλαγή) τον αξιακό συντηρητισμό (=αποδοχή μιας «συνεπούς ιεραρχικής οπτικής της κοινωνίας»), οδηγεί όντως τον αναγνώστη σε κριτική αποτίμηση του τι (δεν) είναι η κυβερνώσα Ν.Δ. Σε γνήσια αναζήτηση ή απλώς σε νοσταλγική μνεία αξιακού/ιδεολογικού συντηρητικού περιεχομένου;
Στην δική του ανάλυση, ο Λεωνίδας Σταματελόπουλος επιχειρεί να ενσωματώσει στην λειτουργία του συντηρητισμού στην ελληνική πρακτική τον πελατειασμό, που προτείνει να θεωρηθεί περισσότερο «παραδοσιακή πολιτική πρακτική, που συνάδει και με ψυχικές στάσεις, η οποία διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα [ως] οργανικό μέρος του πολιτικού αγώνα για κατίσχυση». Ακριβώς όμως η αδυναμία του ελληνικού συντηρητισμού να αρθρώσει ένα συνολικό εναλλακτικό πρόγραμμα προς τον φιλελευθερισμό, «τον οδήγησε να εκδηλωθεί στον χώρο της κουλτούρας» (με αναφορές, εδώ, στην γραφίδα του Χρήστου Γιανναρά, και με σαφή παραπομπή στην «επανεύρεση και μεθερμηνεία της παράδοσης»). Δύσκολα, εδώ, θα έλλειπε η αναφορά στην ιδιαιτερότητα της Ελλάδας εν σχέσει προς την Δύση…
Αυτή η – θα μας επιτραπεί ο χαρακτηρισμός – κυκλωτική κίνηση του βιβλίου γύρω από την εννοιολόγηση και αναζήτηση προοπτικής του ελληνικού συντηρητισμού, με αναφορά του Βαγγέλη Κούμπουλη στο αρχειακό υλικό του Ντίνου Τσαλδάρη (όπου αναζητείται/ανακαλύπτεται η εθνικοφροσύνη ως λαϊκό πρόταγμα), ή πάλι του Ιωάννη Φίλανδρου στις αναζητήσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (ως ιδεολογικού σκαπανέα στο μεταίχμιο κοινωνικού/πολιτικού) είναι μια χαρτογράφηση του συντηρητικού πεδίου. ασφαλώς χρήσιμη, αν και κάπως νοσταλγική.
Σε πολλές στροφές γίνεται παραπομπή στα διεθνή και ευρωπαϊκά αντίστοιχα και …. αναντίστοιχα με την ελληνική περίπτωση. Πάντως, ως πρωτοβουλία του ΙΝΣΠΟΛ, του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής, η έκδοση έχει την αξία της. Αν μη τι άλλο γιατί αποενοχοποιεί (ή: προσπαθεί να αποενοχοποιήσει) τη χρήση και τις λειτουργίες του όρου «συντηρητισμός», για τον οποίο – πάντως στην Μεταπολίτευση – συνεχώς βρίσκονται σε άρνηση πολλοί απ’ όσους στην πράξη τον χρησιμοποιούν με μπρίο.