Όταν το 1947 η εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ σήμαναν την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ελάχιστοι πίστευαν ότι ΗΠΑ και ΕΣΣΔ θα τηρούσαν ευλαβικά την διανομή σφαιρών επιρροής που συμφωνήθηκε στην Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945. Σήμερα ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται σε μια συνολική στρατηγική αντιπαλότητα την οποία δεν θέλουν να αφήσουν να αποκτήσει δυναμική σύγκρουσης.
Την Δευτέρα 6.11.23, δέκα μέρες πριν από την συνάντηση Μπάιντεν –Σι Τζινπίνγκ την προσεχή Τετάρτη, αξιωματούχοι από την Κίνα και τις ΗΠΑ συζήτησαν θέματα που αφορούν τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών των δύο χωρών. Η ανάδειξη της Κίνας σε στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ θέτει εκ των πραγμάτων και την πρόκληση της διαμόρφωσης και ελέγχου μιας πυρηνικής ισορροπίας σε διμερές επίπεδο. Η πρόκληση δεν έχει προηγούμενο, καθώς προβάλλει ως προσπάθεια τετραγωνισμού του κύκλου.
Ολόκληρο το πλαίσιο του ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών που είχαν διαμορφώσει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ΗΠΑ και ΕΣΣΔ βασιζόταν στην διασφάλιση της ισορροπίας ανάμεσα σε δύο παίκτες. Πως μπορεί να υπάρξει πλαίσιο που να χειρίζεται μια διπολική πυρηνική ισορροπία ΗΠΑ-Κίνας χωρίς να ακυρωθεί ότι έχει απομείνει από τις σχετικές συμφωνίες που έχουν υπογράψει οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ;
Το επιχείρημα των ΗΠΑ ότι το πυρηνικό τους οπλοστάσιο μπορεί να εγγυάται την ασφάλεια της χώρας μόνον όταν θα μπορεί να ισορροπεί το άθροισμα του οπλοστασίου της Ρωσίας και του μελλοντικού οπλοστασίου της Κίνας σημαίνει ότι Μόσχα και Πεκίνο θεωρούνται ως δεδομένοι στρατηγικοί σύμμαχοι δηλαδή με άλλα λόγια να λογίζονται ως ένας παίκτης απέναντι στις ΗΠΑ πάσχει.
Τα πυρηνικά όπλα έσχατο μέσο αποτροπής όπου υπάρχουν αποτελούν τον σκληρό και αδιαπραγμάτευτο πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας καθώς η χρήση τους αποφασίζεται σε εθνικό και μόνο επίπεδο.
Με άλλα λόγια η επιστροφή στο πλαίσιο που όρισαν τις δεκαετίες του 60 και 70 ΗΠΑ και ΕΣΣΔ προβάλλει αδύνατη όσο αδύνατη φαίνεται μια σκακιέρα με τρείς παίκτες. Αδύνατη ως διαχείριση μιας αντιπαλότητας που δεν είναι πιά διμερής, καθώς είναι βέβαιο ότι το Πεκίνο θα καλύψει την τεράστια ποσοτική και ποιοτική διαφορά που χωρίζει σήμερα τα πυρηνικά του αποθέματα από τα αντίστοιχα των ΗΠΑ και της Ρωσίας.