Σε μια σχετικά σύντομη/συνεπτυγμένη έκδοση, δυο μελετητές των Διεθνών Σχέσεων στην αιχμή των πρόσφατων εξελίξεων – ο Θανάσης Πλατιάς από την Αθήνα/το ΠαΠει και ο Βασίλης από το Πεκίνο/το Tsinhua – επιχειρούν να επαναπροσγειώσουν την (όλο και πιο διαδεδομένη) συζήτηση για νομοτελειακή σύγκρουση/ «στρατηγικό πεπρωμένο» στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Και μάλιστα να απομακρύνουν την αντίστοιχη «θεωρία νίκης», τις οποίες όλο και περισσότερο την συναντά κανείς σε δημοσιογραφικές, πολιτικές, ακόμη και ακαδημαϊκές αναλύσεις, με μια επιδερμική παραπομπή στην Παγίδα του Θουκυδίδη. Η βάση είναι το γνωστό χωρίο «τους Αθηναίους μεγάλους γενομένους και φόβον παρέχοντας τοις Λακεδαιμονίοις αναγκάσαι εις το πολεμείν».
Μετά, ιδίως, το Destined for War του Graham Allison του Χάρβαρντ/της Σχολής Τζων Κένεντι, πανεπιστημιακού μεν αλλά με θητεία Βοηθού Υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ το 1993-94 (και με ένα δυσάρεστο σκάνδαλο «υποβοηθούμενων» ετεροαναφορών σε έργα του, το οποίο τελικώς έσβησε…), η αντίληψη περί αναπόφευκτης σύγκρουσης όταν μια νέα παγκόσμια δύναμη αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της εγκατεστημένης στην κυριαρχία παγίως επανέρχεται στην απλουστευμένη δημόσια συζήτηση.
Οι Πλατιάς-Τρίγκας, συνδυάζοντας την επανεπίσκεψη στον ίδιο τον Θουκυδίδη – τον οποία βλέπουν να έχει «παγιδευθεί» από την τωρινή συζήτηση – αλλά και ανατρέχοντας στις εμπειρίες από τον Ψυχρό Πόλεμο και την συζήτηση περί «αμοιβαίως επιβεβαιωμένης (πυρηνικής) καταστροφής»/MAD, έρχονται να παραμερίσουν , αν μη τι άλλο, την έννοια του αναπόφευκτου και του νομοτελειακού. Αν σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας προκύψει, τότε αυτό θα είναι αποτέλεσμα συνειδητής απόφασης (ίσως και με λειτουργία μηχανισμού ετερονομίας των σκοπών) και πάντως όχι οποιασδήποτε νομοτέλειας.
Για τους συγγραφείς, «ο Θουκυδίδης δεν θα αιφνιδιαζόταν από τις αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύει [στον κλιμακούμενο ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας] η μια πλευρά εναντίον της άλλης». Ούτε άλλωστε και «από τις στρατηγικές επιδιώξεις των δυο ηγεμονικών ανταγωνιστών και τα μέσα που χρησιμοποιούν». (Εδώ οι τόσο οικείες, την τελευταία περίοδο και με το άνοιγμα του άλλου μετώπου, εκείνου δια των κυρώσεων, με την Ρωσία επισημαίνεται ότι οδηγεί σε επιλογές «εξόχως αποσταθεροποιητικές»).
Η αλαζονεία, η ύβρις και υπερεξάπλωση των ΗΠΑ μετά ιδίως την επικράτηση στον Ψυχρό Πόλεμο (αυτό αποδείχθηκε και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, άλλωστε) , όμως και η εγκατάλειψη από την Κίνα του αρχικού της «χαμηλού προφίλ» σε μια κατεύθυνση πιο διεκδικητική έως και αλαζονική («όπου οι διπλωμάτες θυμίζουν λύκους έτοιμους για πόλεμο»), εντέλει η κατάχρηση και από τους δυο των προνομίων της ισχύος, δημιουργεί αστάθεια. Οι συγγραφείς καταλήγουν σε έκκληση για λειτουργία της «ύψιστης πολιτικής αρετής, της σωφροσύνης». Για την ώρα… κάτι τέτοιο δεν δείχνει να είναι στα χαρτιά: Όμως σίγουρα η αναπόφευκτη κλιμάκωση, μόνον ως προσχηματική μπορεί να θεωρείται.
Πολύτιμα τα τρία χρονολόγια με τα οποία εισάγουν οι Πλατιάς-Τρίγκας το θέμα τους: Το χρονολόγιο της διαδρομής του ίδιου του Πελοποννησιακού Πολέμου, εκείνο του Ψυχρού Πολέμου και το χρονολόγιο των Σινο-Αμερικανικών σχέσεων από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας/την αρχή του Πολέμου της Κορέας, μέχρι και την (σχετικά) πρόσφατη συνάντηση Μπάϊντεν-Σι στο περιθώριο των G-20 και την επίσκεψη Μπλίνκεν στο Πεκίνο.
Άμα ξαναδεί κανείς τις διαδρομές αυτές, μπορεί καλύτερα να ωφεληθεί από τις στρατηγικές αναλογίες που αποκαθιστούν οι συγγραφείς με την πραγματική Θουκυδίδεια αφήγηση και την σημερινή πορεία των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Με την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, αντί της παραπομπής σε νομοτέλειες που ευκολύνουν μεν τις ηγεσίες – όχι όμως και την ζωή των ανθρώπων.