ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κρίσεις και προκλήσεις

Η έρευνα της Metron Analysis για το συνέδριο του «Κύκλου Ιδεών» έδειξε ότι υπάρχει ένα διαχρονικό και επίμονο αίτημα για μεταρρυθμίσεις, που φθάνει στο 65%. Παράλληλα, οι πολίτες απαντούν πιο συντηρητικά όταν το ερωτήματα γίνονται συγκεκριμένα. 

Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων φαίνεται ότι έχει ωριμάσει στην κοινωνία (80% υπέρ), η ιθαγένεια για τα παιδιά των νόμιμων μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα ωριμάζει σιγά σιγά (48% υπέρ, 29% κατά). Για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων καταγράφεται ισχυρή τάση τόσο υπέρ 45% όσο και κατά 33%, ενώ  ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών διχάζει, κατά είναι το 48%  και υπέρ το 35%.  Τα δύο τελευταία θέματα φαινομενικά ενισχύουν την μεταρρυθμιστική ατζέντα, αλλά ίσως και να αποτελούν παγίδες για την κυβέρνηση.

Πρόκειται για κοινωνικά αχαρτογράφητα πεδία, ειδικά για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, χρειάζεται να δοθεί χρόνος και εξηγήσεις προκειμένου να ωριμάσουν περισσότερο στην κοινωνία, αν και υπάρχει ο αντίλογος ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν τίθεται στην κρίση της πλειοψηφίας . Επίσης, βλέπουμε ότι η δυσφορία για την κυβέρνηση διοχετεύεται σε επιμέρους ζητήματα, που δεν απειλούν ευθέως τη σταθερότητά της, αλλά προκαλούν ρήγματα στην μονοκρατορία της. Άρα το κάθε τι στην κατάλληλη συγκυρία, μπορεί να μετατραπεί σε δυσανάλογα μεγάλο ζήτημα, επειδή το 64% θεωρεί ότι τα πράγματα πάνε προς τη λάθος κατεύθυνση, άρα γκριζάρει την ευρεία κυβερνητική νομιμοποίηση του 41%. 

Είναι, όμως, πραγματική ή προσχηματική η ανάγκη για αλλαγές που εκφράζουν οι πολίτες; Αν είναι αληθινή γιατί δεν μεταφράζεται σε εκλογική συμπεριφορά;

Προφανώς, οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, πρωτίστως στη λειτουργία του κράτους και στο πολιτικό σύστημα. Ποιος, όμως, θα είναι ο φορέας αυτής της αλλαγής;

Κατά τη γνώμη μου, για να βρούμε τις απαντήσεις, θα πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά από τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. Ζούμε σε μια μεταβαλλόμενη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από νέες απειλές όπως οι πανδημίες ή οι καταστροφές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, από παλιές απειλές που επέστρεψαν, όπως ο πόλεμος, αλλά και από τη ρευστοποίηση των ταυτοτήτων που συνέθεσαν τις δυτικές μεταπολεμικές κοινωνίες.

-Σε πολιτικό επίπεδο, έχουμε τον αποχρωματισμό των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, την αποδυνάμωση της Σοσιαλδημοκρατίας, ή της Κεντροαριστεράς στο δικό μας σύστημα, και την άνοδο ακραίων και αντισυστημικών δυνάμεων που απειλούν να αλλάξουν τη φυσιογνωμία κρατών – μελών αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

-Στο κοινωνικό πεδίο, υπάρχει μια εσωτερική μεταβολή που ορίζεται από την προβληματική και την πολεμική γύρω από το φύλο και μια εξωγενής που είναι το μεταναστευτικό, με όλες τις γνωστές συνέπειες που προκαλεί σε κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο.

-Στην οικονομία, τα ψηφιακά νομίσματα δεν είναι μόνο συναλλακτικά μέσα, αλλά και φορείς της «ψηφιακής δημοκρατίας», μιας προσδοκίας ότι το άτομο μπορεί να δημιουργήσει απαλλαγμένο από τους περιορισμούς της συμβατικής δημοκρατίας.

-Η τεχνολογία, δημιουργεί χάσμα ανάμεσα στους τεχνολογικά καταρτισμένους και στους ψηφιακά αναλφάβητους, φόβο για απώλεια της εργασίας από τα ρομπότ σε ορισμένα επαγγέλματα, και συγκέντρωση ισχύος σε μια νέα ελίτ.

Η μεταβλητότητα τρομάζει. Τα νέα δεδομένα προβληματίζουν το κοινωνικό σώμα σε βαθμό που σε ορισμένες περιπτώσεις βάζουν σε κρίση τις θεμελιώδεις αντιλήψεις του.

Για το πολιτικό σύστημα αποτελούν ταυτόχρονα κρίση και πρόκληση.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στήριξε τη δεύτερη θητεία του στον πολυδύναμο εκσυγχρονισμό, στον οποίο έδωσε ιστορική διάσταση. Πολλοί σχολίασαν ότι επανάφερε στην πολιτική έναν όρο ξεχασμένο από την εποχή του Κώστα Σημίτη.

Ο Σημίτης πίστευε ότι η αναγεννητική ορμή προέρχεται μέσα από την κοινωνία, από δυνάμεις που αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα προβλήματα της. Η πολιτική του πρόταση εξέφρασε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας και η εκλογική του επιρροή ξεπέρασε τα όρια του ΠΑΣΟΚ.

Ο Μητσοτάκης πιστεύει ότι ο εκσυγχρονισμός επιβάλλεται από πάνω προς τα κάτω, μέσω της δομής και της λειτουργίας του επιτελικού κράτους. Αυτή η πρόταση, παρότι η επιρροή του Πρωθυπουργού είναι εξίσου ευρεία, σε ψηφοφόρους του Κέντρου, πέραν της ΝΔ, δεν κατάφερε να συνδεθεί με το μεταρρυθμιστικό κοινωνικό αίτημα, το οποίο όπως βλέπουμε παραμένει μετέωρο. Η αποιδεολογικοποίηση και η αφυδάτωση της αντιπολίτευσης είναι και αυτή μια μέθοδος διακυβέρνησης.

Χωρίς πειστική πολιτική πρόταση είτε από την κυβέρνηση είτε από την αντιπολίτευση, δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί το κοινωνικό αίτημα για αλλαγές, όσο ώριμο και αν είναι.

Αρκετοί πιστεύουν ότι ο κόσμος θέλει κατά βάση την ησυχία του, αλλά η δουλειά της πολιτικής είναι να τη χαλάει. Να τη χαλάει, όμως, με έναν δημιουργικό, παιδαγωγικό και επεξηγηματικό τρόπο, ώστε να μπορεί το κοινωνικό σώμα να παρακολουθεί τις μεταβολές, με μια ταχύτητα που να την αντέχει. Αυτό είναι εκσυγχρονιστικό. Το να αποσπάται η κεφαλή από το σώμα, δεν είναι.   

Η κυβέρνηση, παρότι επικαλείται συνεχώς τις μεταρρυθμίσεις, έχοντας κάνει ελάχιστες, μοιάζει να μην έχει ούτε την πολιτική βούληση ούτε το ψυχικό σθένος για βαθιές αλλαγές. Επιπλέον δεν ενδιαφέρεται να προάγει το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα διάχυτης ανομίας, υποχώρησης του κράτους δικαίου, υποβάθμισης των Ανεξάρτητων Αρχών και ωμής παρέμβασης στην ΑΔΑΕ, προκειμένου να σταματήσει η έρευνα για τις παρακολουθήσεις.

Εδώ εντοπίζονται και οι ευθύνες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία αδυνατούν να παίξουν τον θεσμικό τους ρόλο ως αντίβαρα της εξουσίας. Επιπλέον, δεν προσφέρουν μια ώριμη και πλήρη εναλλακτική πρόταση για τη χώρα, η οποία  να έχει τις προδιαγραφές να γίνει πλειοψηφική. Θεωρητικά θα μπορούσαν γιατί, όπως δείχνει η έρευνα, η κυριαρχία της κυβέρνησης είναι αριθμητική, το περίφημο 41%, και όχι ιδεολογικοπολιτική. Η έρευνα δείχνει ότι για τις ανεπάρκειες του κράτους, το 69% των πολιτών ρίχνει ευθύνες στην σημερινή κυβέρνηση, έναντι 74% που πιστεύει ότι φταίνε οι προγενέστερες κυβερνήσεις, και το 40% πιστεύει ότι θα υπάρξουν αλλαγές το επόμενο διάστημα.     

Γι’ αυτό οι πολίτες  θεωρούν ότι το πολιτικό σύστημα εξασθενεί, ότι το κράτος είναι αναποτελεσματικό, αναζητούν αντίβαρα στις Ανεξάρτητες Αρχές, στη Δικαιοσύνη και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ακόμα και αν τα αξιολογούν αρνητικά, ή ζητούν ένα σταθερό εκλογικό σύστημα και αυξημένες αρμοδιότητες του Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Αναζητούν, δηλαδή, φορείς και «εργαλεία» ελέγχου της κυβέρνησης, εμμέσως αναγνωρίζουν ότι την ασσυμετρία του ενός παντοδύναμου κόμματος που περιστοιχίζεται από μικρά και αδύναμα κόμματα. Και είναι σημαντικό ότι δεν εξαιρούν τον εαυτό τους από τις συνολικότερες ευθύνες.

Διάβασα μια φράση, νομίζω στο βιβλίο «Νέες Ιδέες» των εκδόσεων Πόλις, που μου άρεσε και τη συγκράτησα: «Όταν το σύστημα αδυνατεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα που του απευθύνονται, τα αιτήματα συμπυκνώνονται σε μια κοινή απόρριψη».   

Απόρριψη είναι τα πρωτοφανή ποσοστά της αποχής στις εκλογές και η αντισυστημική ψήφος. Και δεν είναι καλά νέα ούτε για τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου ούτε για την ίδια τη δημοκρατία. Το παράδειγμα του Τραμπ τα συνοψίζει όλα.            

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!