Ήταν Σάββατο, όπως σήμερα. Σάββατο 4 Νοεμβρίου 1995. Πέντε εβδομάδες μετά την υπογραφή από τον Γιτζάκ Ράμπιν και τον Γιασέρ Αραφάτ, του «Όσλο 2», της δεύτερης συμφωνίας για την δημιουργία μεταβατικής παλαιστινιακής διοίκησης στην δυτική όχθη και την Γάζα. Στην μεγάλη πλατεία, μπροστά στο δημαρχείο του Τελ Αβίβ, η οποία σήμερα φέρει το όνομά του, ο Ράμπιν ήταν ο κεντρικός ομιλητής σε μια μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης. Στην τσέπη του βρέθηκε αργότερα ματωμένη μια σελίδα με τους στίχους ενός φιλειρηνικού τραγουδιού που είχαν όλοι μαζί τραγουδήσει στο τέλος της διαδήλωσης. Ένας φοιτητής της νομικής, φανατικός και θρησκόληπτος εθνικιστής, τον πλησίασε ενώ έμπαινε στο αυτοκίνητό του και, κατ’ εντολή του θεού όπως είπε, τον πυροβόλησε.
Έφθασα στο Τελ Αβίβ δύο ημέρες μετά την δολοφονία. Η ατμόσφαιρα ήταν καθηλωτική. Η πλατεία ήταν πλημμυρισμένη κεριά που έκαιγαν όλη νύχτα και ανθρώπους που θρηνούσαν. Θρηνούσαν τον νεκρό μα και τον εαυτό τους μαζί. Ήταν μια από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες σε αυτά τα 40 και κάτι χρόνια μου στην δημοσιογραφία εκείνες οι νύχτες στο Τελ Αβίβ του πένθους, του θρήνου και της αγωνίας. Γύρισα πίσω με την πεποίθηση ότι το αίμα του Ράμπιν θα άλλαζε για πάντα το Ισραήλ, θα στέριωνε εκείνη την δύσκολη, περίπλοκη, ατελή και πολύ εύθραυστη διαδικασία ειρήνευσης. Ότι, παρά τα πολλά προβλήματα των συγκεκριμένων συμφωνιών («μια κακή συμφωνία, αλλά η καλύτερη που μπορούμε να έχουμε σε μια κακή κατάσταση», είχε πει ο Αραφάτ), η διαδικασία της ειρήνης, που είχε ξεκινήσει με την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ από την PLO και την δική της αναγνώριση από το Ισραήλ, δεν είχε επιστροφή.
Έπεσα έξω. Στις εκλογές που ακολούθησαν τον επόμενο Μάιο, η μεγάλη πλειοψηφία των Αράβο-ισραηλινών, που ήταν το 14% του εκλογικού σώματος, δεν υποστήριξε τους ειρηνοποιούς, ψήφισε λευκό και άκυρο. Ο Σιμόν Πέρες, ο διάδοχος του Ράμπιν, έχασε για μόλις 29.000 ψήφους. Έξι μήνες μετά την δολοφονία του Ράμπιν, τις εκλογές κέρδισε ο μοιραίος Μπίμπι Νετανιάχου, ο οποίος τον έλεγε προδότη και έβαζε τους οπαδούς του να κραδαίνουν πανό όπου εκείνος που υπήρξε ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στον νικηφόρο πόλεμο των έξι ημερών το 1967 εμφανιζόταν άλλοτε με παλαιστινιακή μαντίλα, άλλοτε με στολή ναζί και πολύ συχνά στην κρεμάλα.
Οι αδιάλλακτοι, οι αντίπαλοι όχι των συγκεκριμένων συμφωνιών, μα της ειρηνευτικής διαδικασίας της ίδιας, βρέθηκαν στην εξουσία στο Τελ Αβίβ. Ήταν θέμα χρόνου οι ακόμη πιο φανατικοί εχθροί της ειρήνης στην άλλη πλευρά, η Χαμάς, να πάρει την εξουσία στην Γάζα. Και η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων να ατροφήσει και να νεκρωθεί. Όπως το είχε προφητέψει ο Αραφάτ. Όταν του ανακοίνωσαν την είδηση της δολοφονίας του συνομιλητή του, εκείνος, λένε, είπε: «απόψε η ειρηνευτική διαδικασία πέθανε». Δεν αναστήθηκε ποτέ.
Ήταν ο θρίαμβος του φανατισμού και της στρατηγικής του αίματος. Η δολοφονία του Ράμπιν ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας, όπου η Χαμάς και οι φανατικοί ορθόδοξοι Εβραίοι ανταγωνίζονταν σε αιματηρά τρομοκρατικά χτυπήματα, για να τινάξουν τις συμφωνίες στον αέρα. Η στρατηγική αποδείχθηκε, δυστυχώς, επιτυχημένη.
Κι ήταν, επίσης, ένα σκληρό μάθημα εφαρμοσμένης πολιτικής: η στρατηγική της έντασης, η πολιτική που επενδύει συστηματικά στον φόβο, στον διχασμό, στην καλλιέργεια της τοξικότητας και του κοινωνικού μίσους είναι, συνήθως, ακαταμάχητη. Από τότε, άλλωστε, η μέθοδος έχει τελειοποιηθεί στις πολιτικές μάχες που ακολούθησαν. Η μετά-αλήθεια, ο διχαστικός λόγος, το «εμείς κι αυτοί», ο πολλαπλασιασμός της τοξικότητας στο διαδίκτυο με την δύναμη πυρός των τρολς και των μποτς, απέδειξαν την αποτελεσματικότητά τους στην καμπάνια του Brexit, στην καμπάνια του Τραμπ και πολλά άλλα πεδία του πολέμου της δημοκρατίας με τους εχθρούς της.
Από την νύχτα της δολοφονίας του Ράμπιν συμπληρώνονται απόψε 28 χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξε στ’ αλήθεια ποτέ ρεαλιστική προοπτική αναβίωσης της ειρηνευτικής προσπάθειας. Πολύ περισσότερο, θα έλεγε κανείς, δεν υπάρχει τέτοια προοπτική τώρα, μετά την σαδιστική βαρβαρότητα των δολοφονιών και των απαγωγών της Χαμάς και την ασύμμετρη βία της απάντησης του Ισραήλ στην Γάζα. Αλλά υπάρχουν ακόμη αισιόδοξοι που πιστεύουν σ ένα θαύμα.
Έτσι γινόταν πάντα, λένε. Ο πόλεμος του 1967 έκανε τους Παλαιστίνιους να συνειδητοποιήσουν ότι ο στόχος δεν μπορεί να είναι η εξαφάνιση του Ισραήλ, μα η δημιουργία ενός δικού τους κράτους πλάι στο ισραηλινό. Ο πόλεμος του 1973 οδήγησε στην ειρήνευση μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ (για την οποία, παρεμπιπτόντως, δολοφονήθηκε ο Άσαντ). Η πρώτη ιντιφάντα έφερε τις συμφωνίες του Όσλο το 1993. Η δεύτερη ιντιφάντα την (άτυχη) Αραβική πρωτοβουλία ειρήνης το 2002. Η σημερινή φρίκη, μετά την στρατιωτική συντριβή της Χαμάς και την συνειδητοποίηση από το Ισραήλ της πραγματικής αιτίας της αδυναμίας του να προβλέψει και να αποτρέψει την τρομοκρατική εισβολή της 7ης Οκτωβρίου, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ανάλογο αποτέλεσμα;
Θα ήθελα πολύ να συμμεριστώ αυτήν την «αισιοδοξία της βούλησης», έναντι της «απαισιοδοξίας της νόησης», όπως μας συμβούλευσε ο Τίμοθυ Γκάρτον Ας τις προάλλες, εδώ από την Αθήνα. Μα χρειάζεται να εκπληρωθούν δύο προϋποθέσεις. Η μία είναι να περιθωριοποιηθούν οι σημερινές ηγεσίες και στις δύο πλευρές, να διαδεχθούν οι ρεαλιστές τους σημερινούς θερμοκέφαλους ή επιτηδείως ακραίους. Ευκολότερο, μάλλον, στην πλευρά του Ισραήλ, δυσκολότερο στην Παλαιστινιακή. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να προσγειωθεί η ίδια η διαμάχη στην πραγματικότητα. Γιατί, όπως λένε οι σοφότεροι, το χειρότερο από όσα συνέβησαν τα τελευταία 28 χρόνια στη Μέση Αναστολή είναι ότι μια διαμάχη που ήταν πάντα σκληρή, αιματηρή, περίπλοκη και δυσεπίλυτη, μα ήταν μια «κοσμική», πολιτική διαμάχη, πήρε χαρακτηριστικά δογματικής θρησκευτικής σύγκρουσης, όπου και στις δύο πλευρές επιβλήθηκαν εκείνοι που βλέπουν κάθε συμβιβασμό, κάθε παραχώρηση μιας σπιθαμής έστω εδάφους ως αμαρτία, ως προσβολή του θείου νόμου, της Τορά ή του Κορανίου. Υπάρχει άραγε επιστροφή από τα ασυμβίβαστα θεία στα συμβιβάσιμα εγκόσμια;