Το ερωτηματικό που, επιμελώς, φιλοξενεί ο τίτλος αυτού του δοκιμίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου – μαθητή του Bourdieu, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο τμήμα ΜΜΕ του ΕΚΠΑ – προϊδεάζει ήδη τον αναγνώστη για αρνητική απάντηση. Με πυρήνα της τοποθέτησής του την διαπίστωση/ετυμηγορία ότι «στον πνευματικό χώρο, η κριτική είναι αποδεκτή μόνον όταν δεν συγκροτεί πραγματική απειλή για τους θεσμούς και τα άτομα που στοχεύει» και με έμμεση παραπομπή στην απόφανση του Μπωντλαίρ: «Καλλιτέχνης; Αμάν! Αμάν! Καλλιτέχνης και στοχαστής; Ωχ! Ωχ!» (Και μην προσπεράσουμε του Καρλ Κράους το «όταν ο ήλιος της κουλτούρας είναι χαμηλά στον ορίζοντα, ακόμη και οι νάνοι θα προβάλλουν μεγάλες σκιές»).
Η δοκιμιακή αναζήτηση του αν υπάρχουν ακόμη διανοούμενοι, ή πάλι αν/γιατί τους έχουμε ανάγκη, αποτελεί για τον Ν. Παναγιωτόπουλο μια διαδρομή που αρμόζει στον κοινωνικό επιστήμονα να ακολουθήσει. Για να καταλήξει στην αναγκαιότητα της εξάλειψης των πλαστών προβλημάτων και της απόκρουσης της ανισότητας «στην πρόσβαση στην παραγωγή προσωπικής γνώμης» – αυτό, απέναντι στην «καθημερινή φλυαρία των επισήμων προβληματισμών, μέσω της οποίας διαχέονται συνεχώς ιδέες δίχως σκέψη και σκέψεις δίχως ιδέες» και στο εντεινόμενο παιχνίδι «του δημοκρατικού φενακισμού». Ο διάχυτος σήμερα – και μην κοιτάτε μόνο στην Ελλάδα: δείτε πέραν του Ατλαντικού όπου μείζον πολιτικό κύμα ορθώθηκε με πηγή την εναντίωση στην ελίτ της διανόησης, δείτε ακόμη και στην Γαλλία των τελευταίων χρόνων – αντιδιανοουμενισμός, ή, πάλι, η υποκατάσταση περιφερόμενων στο δημόσιο διάλογο «σωσιών διανοουμένων οι οποίοι [κατά Μπουσρντιέ] μη διαθέτοντας αναγνωρισμένο έργο […] εξαπατούν με αντίτιμο την διαρκή φλυαρία τους στο δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο», είναι παράγοντες που λειτουργούν διαβρωτικά για την δημόσια ζωή.
Με τη Μεταπολίτευση, ή μάλλον με το πέρασμα των χρόνων της Μεταπολίτευσης, επέρχεται όντως «μια τρομακτική ρήξη με την προηγούμενη περίοδο, την περίοδο της βασιλείας της πολιτικής. Η ελληνική κοινωνία εντάσσεται και αυτή στην χορεία των χωρών εκείνων, που ζουν μια κατάσταση πολιτικής απάθειας και αδιαφορίας. […] Ο τύπος του διανοούμενου που γνωρίσαμε στην Ελλάδα πέθανε». Αυτό το χωρίο – που ανθολογεί ο Ν. Παναγιωτόπουλος ανήκει στον Αντώνη Μανιτάκη, και ανάγεται πριν από δυο δεκαετίες: στο μέσο περίπου αυτού του διαστήματος, από τότε έως τώρα, ο Μανιτάκης βρέθηκε στην δεινή θέση υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, επί Μνημονίων…
Ο Παναγιωτόπουλος πενθεί – συγκρατημένα – την αναδίπλωση του πανεπιστημιακού μικρόκοσμου στον εαυτό του, τις παλατιανές (μικρο)αντιδικίες του, την εξάρτηση από ετερόνομα συμφέροντα, τις μεταστροφές και τις μετάνοιες [ώστε] «πολλοί από τους πιο ικανούς πανεπιστημιακούς να απασχοληθούν στο «συμβούλιο του πρίγκηπα» και στην έρευνα «εποικοδομητικών» συναινέσεων και συνεργασιών», προβαίνοντας σε αντίστοιχες προσαρμογές του κοινωνικού.
Αυτές οι προσεγγίσεις δεν οδηγούν τον συγγραφέα σε παραίτηση. Αναζητά διέξοδο στην συγκρότηση ενός συλλογικού διανοούμενου – πλην όμως με την προϋπόθεση ότι θα συνειδητοποιηθεί πως «η ελευθερία δεν είναι δεδομένη, αλλά μια συλλογική κατάκτηση». Όμως… πόσο «προετοιμασμένοι είμαστε, ειδικά στην χώρα μας, για ελευθερία σε σχέση με το Κράτος»;
Όχι, δεν είναι αισιόδοξη ούτε όμως και εύκολη η προσέγγιση που προκύπτει από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Δεν είναι όμως και αποστρατευτική ως προς την ύπαρξη και τον δυνητικό ρόλο διανοούμενου. Μόνο που το προαπαιτούμενο της επιδίωξης της ελευθερίας, της συλλογικής (επαν)κατάκτησής της «απέναντι» στο Κράτος, δεν είναι και το απλούστερο των πράγματων! Στην Ελλάδα του 2023, αυτό.