Η συμφωνία της Alpha Bank με τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την Unicredit, ήταν μια πινελιά αισιοδοξίας στο σκουρόχρωμο περιβάλλον των πολύ χαμηλών προσδοκιών που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία.
Η Alpha Bank (α) εισφέρει τη θυγατρική της για να δημιουργηθεί η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρουμανίας, στην οποία θα έχει το 9,9% κι απ’ όπου θα αντλεί εξασφαλισμένα έσοδα χωρίς άλλες υποχρεώσεις -μια καλή εναλλακτική, εφόσον οι καιροί είναι διεθνώς δύσκολοι, με κρυφές και φανερές απειλές, και δεν περισσεύουν κεφάλαια για αυτόνομη ανάπτυξη. Και (β) πολύ σημαντικό, ο Αντρέα Ορσέλ δήλωσε το ενδιαφέρον της Unicredit να αγοράσει το 9% της Alpha από το ΤΧΣ. Έτσι, με την είσοδο άλλου ένα μεγάλου ξένου παίκτη στην Alpha, πληθαίνουν οι πιθανοί μετοχικοί συνδυασμοί για απόκτηση στρατηγικής θέσης σε αυτήν και βελτιώνονται οι προοπτικές της τράπεζας. Άμεσα, δε, ενισχύεται το μάνατζμεντ της Alpha αφενός και, αφετέρου, η κεφαλαιοποίησή της -που είχε μείνει σχετικά πίσω.
Η εξέλιξη είναι ενδιαφέρουσα και από μια γενικότερη άποψη. Πριν, μια σύντομη ματιά στο πρόσφατο παρελθόν:
Όπως είναι γνωστό, τους επόμενους μήνες κλείνει ένας κύκλος που είχε ανοίξει με τη χρηματοπιστωτική κρίση, πριν 15 χρόνια, όταν κινδύνευσαν με κατάρρευση οι (σύμφωνα με την τότε κυβέρνηση της ΝΔ) «θωρακισμένες» ελληνικές τράπεζες. Διασώθηκαν με άφθονη χρηματοδότηση από τον Έλληνα φορολογούμενο. Αν συνυπολογιστούν τα κεφάλαια που τους δόθηκαν για την άμεση κάλυψη κεφαλαιακών αναγκών, για τα χρηματοδοτικά κενά μετά τους διαχωρισμούς πολλών εξ αυτών σε «καλές» και «κακές» και, μαζί, οι κρατικές εγγυήσεις για την εξυγίανση από κόκκινα δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτήθηκαν με περισσότερα από 60 δισ. ευρώ δημόσιο χρήμα. Ασφαλώς έπρεπε να διασωθούν -αυτό ήταν αυτονόητο. Τα παράδοξα ήταν άλλα -ακολούθησαν.
Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και τις άλλες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν, τις ανέλαβαν νέες διοικήσεις, με καθαρά χέρια από τις αμαρτίες του παρελθόντος, τις εξυγίαναν και, μετά, τις επαναπούλησαν στον ιδιωτικό τομέα, με διπλό αποτέλεσμα: (α) Δημιουργήθηκαν ισχυρές τράπεζες, (β) τα κράτη έβγαλαν κέρδος για τους πολίτες τους, εισέπραξαν περισσότερα από όσα είχαν δαπανήσει για να τις διασώσουν.
Καθ΄ ημάς, η διαπλοκή έκανε μια παγκόσμια πρωτοτυπία: Η εξυγίανση των τραπεζών, με πονηριές όπως το περιβόητο «10%» και τεχνάσματα (με τα οποία ο τότε πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, διαφώνησε, αλλά έπεσε μετά από δύο μήνες…) επαφέθηκε στις διοικήσεις που τις είχαν καταστρέψει. Έτσι, οι τράπεζες έσερναν τα πόδια τους επί πολλά έτη, ενώ από τα 60 δισ. το δημόσιο, τελικά, ίσως πάρει πίσω 3-4 δισ. μόνο. Έτσι κλείνει ο 15ετής κύκλος.
Τώρα, λοιπόν, που κλείνει (όπως όπως…) αυτός ο κύκλος, η συμφωνία Alpha Bank-Unicredit στέλνει κάποιο ελπιδοφόρο γενικότερο μήνυμα. Εξηγούμαι:
Αν αποδειχτεί ότι μεγάλες, ισχυρές ευρωπαϊκές τράπεζες ενδιαφέρονται να τοποθετηθούν και πράγματι τοποθετηθούν στις ελληνικές συστημικές τράπεζες, αυτό θα προσθέσει στις τελευταίες ζωτική δύναμη, όχι μόνο άμεσα (με φρέσκα κεφάλαια) αλλά και έμμεσα, μέσω της ενίσχυσης της αξιοπιστίας, της εμπιστοσύνης και της ανεξαρτησίας τους απέναντι σε κακομαθημένα, ιδιοτελή κέντρα εξουσίας και διαπλοκής. Αυτό θα ήταν κάτι στρατηγικά σημαντικό.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς παρά να συμμεριστεί την ελπίδα του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος: Ελπίζω-δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας στο Ρόιτερς προ 15νθημέρου- ότι τα μερίδια του ΤΧΣ στις τράπεζες θα αγοραστούν από μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες ή/και καλούς στρατηγικούς επενδυτές. Μακάρι αυτή η ελπίδα να γίνει πραγματικότητα, η συμφωνία Alpha - Unicredit να είναι ένα πρώτο θετικό βήμα, και να ακολουθήσουν κι άλλα.