Αναζητούν οι επιμελητές/βασικοί συντελεστές αυτού του τόμου (17 συνολικά οι συνεργάτες) στην συγκρότηση ήδη των εθνικών κρατών του 19ου αιώνα – και στην αντίστοιχη ανάγκη οικοδόμησης ενοποιητικών μηχανισμών, ανάδειξης ενός κοινού «ανήκειν» και επίτευξης ομογενοποίησης – τη λειτουργία ως «στοιχείου της εθνικής διαπαιδαγώγησης […] την ένθεση του παρελθόντος στο παρόν». Αυτήν ακριβώς την λειτουργία επιδιώκουν να έχουν οι εορτασμοί των εθνικών επετείων. «Το παρελθόν [συνεπώς] θα πρέπει να είναι ένδοξο, ώστε να αποτελεί πηγή υπερηφάνειας στο παρόν και άρα να διευκολύνει την ταύτιση των εκάστοτε μελών του έθνους με τον κόσμο των προγόνων».
Αυτό, δε, το επιδιώκουν οι επέτειοι εντάσσοντας στον σκληρό πυρήνα του παρελθόντος «όσα ακόμη και σήμερα θεωρούνται ζηλευτά: Την ανδρεία στις μάχες με αλλοεθνείς εχθρούς, τα επιτεύγματα στις τέχνες και τα γράμματα, την ισχύ και την λαμπρότητα της εξουσίας». Συμπράττουν , διαχρονικά, σε μια παρόμοια διαδικασία οι ιστορικοί, οι πολιτικοί, η εκπαιδευτική διαδικασία, οι θεσμοί. ίσχυσε αυτή η «ιστορική διαδικασία της κατασκευής εθνικής μνήμης και εθνικής κοινότητας» στην Ευρώπη, ήδη από την επαύριον της Γαλλικής Επανάστασης, διαμορφώνοντας μια ολόκληρη παλέτα τελετών ώστε να τιμώνται οι εθνικές επέτειοι/ορόσημα, ως «παραδειγματικές περιπτώσεις για την μετουσίωση του παρελθόντος σε εθνικό αφήγημα».
Προς τι, όμως; Επειδή χρειάζεται να τονωθεί «η πίστη του πλήθους στην νεωτερική θρησκεία που ονομάζεται έθνος». Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, «τα τραυματικά και διαιρετικά στοιχεία της εθνικής βιογραφίας όπως οι στρατιωτικές ήττες ή πάλι οι εμφύλιοι, δεν έχουν καμιά ελπίδα να αναχθούν σε εθνικές εορτές». Εδώ, η Ελληνική περίπτωση είναι εξόχως διδακτική: πήγε κάποια στιγμή να εορτασθεί ως εθνική επέτειος («Ημέρα της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων») η νίκη του Εθνικού Στρατού εις βάρος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (η οποία σημάδεψε αποφασιστικά την μεταπολεμική Ελλάδα). Όσο κι αν προσπάθησε η Χούντα, όμως ουδέποτε διανοήθηκε κανείς να θεωρήσει την 29η Αυγούστου εθνική εορτή όπως η 25η Μαρτίου ή η 28η Οκτωβρίου… Ούτε καν τότε, επί Χούντας!
Εκείνο που επιδιώκουν/επιτυγχάνουν οι εορτασμοί των εθνικών επετείων είναι «να διαταράσσουν την ροή του καθημερινού χρόνου» - αλλά και, με τις τελετουργίες τους, «να αποπνέουν μια διάχυτη αίσθηση ακινησίας», με την επαναληπτικότητα και τις εκδοχές αναβίωσης (και ερμηνείας, και ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο αφήγημα…) του παρελθόντος. Μετατρέπεται αυτό σε ομοιομορφοποίηση της ιστορικής μνήμης; Οι συνεισφορές των συντελεστών αυτού του συλλογικού τόμου αφήνουν το συμπέρασμα ανοιχτό.
Έτσι, η αντιστικτική προσέγγιση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (και της Κατοχής) από τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη και Λάμπρο Φλιτούρη – ο πρώτος επισκέπτεται την ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στην έναρξη του Πολέμου/στο Αλβανικό Μέτωπο, όπως ήρθε και πλέχθηκε με τον αντιστασιακό αγώνα του 1941-44, ο δεύτερος στέκεται περισσότερο στο γιατί «δεν γιορτάζουμε το τέλος του Πολέμου» (και γιατί η 8η/9η Μαΐου 1945 παραμένει «μια άγνωστη επέτειος») – έρχεται να προσφέρει μιαν αρκετά πικρή ερμηνεία. Βέβαια (κατά τον Πολυμέρη Βόγλη, γράφοντας σε μια από τις επετείους της 28ης Οκτωβρίου) «για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η έναρξη του Β’ ΠΠ είναι κάτι που θα προτιμούσαν να ξεχάσουν, παρά να θυμούνται [καθώς] συνδέεται με την ήττα και την ταπείνωση, την συνθηκολόγηση και τον διαμελισμό. Αντίθετα για τους Έλληνες, η έναρξη του πολέμου δεν συνδέθηκε με την ήττα, και γι αυτό η 28η Οκτωβρίου πολύ γρήγορα συνδέθηκε στην συνείδηση ως ημέρα εορτασμού». (Πρώτος εορτασμός, ήδη το 1941, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με την εκφώνηση λόγου Κων. Τσάτσου και την κατάθεση στεφάνου στον Άγνωστο…). Αντιθέτως, τα γεγονότα της Απελευθέρωσης μετετράπησαν επί χρόνια σε «θέμα ταμπού» - ακόμη κι όταν, επί ΠΑΣΟΚ/Ανδρέα Παπανδρέου η θεσμοθέτηση της 25ης Νοεμβρίου (Γοργοπόταμος) ως ημέρας της Εθνικής Αντίστασης πήγε να διευρύνει το εθνικό εορτολόγιο (τελικώς χωρίς επιτυχία).
Πολύ πιο ευθύγραμμη, όχι όμως και χωρίς βαθύτερα διδάγματα, γίνεται η κάλυψη της μνήμης (και της επετείου) του Εικοσιένα, αλλά και άλλων επετείων γεγονότων όπως της 3ης Σεπτεμβρίου (του 1843, που απέδωσε το τότε Σύνταγμα). Στο πεδίο του Εικοσιένα, οι Χρ. Δερμεντζόπουλος και Στ. Σύρος καταπιάνονται με την γνώριμη σε όλους (πώς αλλιώς!) λογική της σχολικής γιορτής για την Επανάσταση, έτσι όπως δομείται με την εθιμοτυπική ομιλία ενός καθηγητή – απαγγελία ποιημάτων/αποσπασμάτων κειμένων – θεατρικά δρώμενα – χορωδία – παραδοσιακές στολές – στολισμούς. Με στοργή αλλά και με τα μάτια ανοιχτά («το εθνικό υποκείμενο θα πρέπει άμεσα να αναμοχλεύσει δημιουργικά τους τρόπους με τους οποίους επεξεργάζεται, μέσω του εθνικού φαντασιακού, το παρελθόν και αναρωτιέται για το παρόν και το μέλλον του»), βλέπουν να εξελίσσονται στοιχεία όπως οι αναφορές στο εξεγερσιακό πνεύμα, στο περιούσιο του Ελληνικού έθνους, στην σχέση με την Ορθοδοξία, κυριότατα στην διεκδίκηση της ενότητας/εθνικής ομοψυχίας, με αποκήρυξη βέβαια των διχαστικών φαινομένων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον – για να προχωρήσει κανείς σε συγκρίσεις, διαχρονικές αλλά και τοπικού χαρακτήρα – παρουσιάζει η αναζήτηση μηνυμάτων και διαφοροποιήσεων στον εορτασμό της Επανάστασης στα Γιάννενα του Μεσοπολέμου, από την Λήδα Παπαστεφανάκη, καθώς και η καταγραφή του πώς στο ιδιότυπο κίνημα των Λαμπράκηδων επέλεξαν την δεκαετία του ΄60 να προσεγγίζεται το ότι «ο Ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε για την λευτεριά και πώς κλεφταρματωλοί και καπετάνιοι αγωνίστηκαν ενάντια στους Τούρκους – αλλά και στους κοτζαμπάσηδες και τους πράκτορες των ξένων δυνάμεων». Έτσι λοιπόν που «η Επανάσταση έμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς κερδήθηκε μεν η λευτεριά, αλλ’ όχι και η ανεξαρτησία», δημιουργείται στην περίπτωση αυτή ένα μοτίβο αντίστοιχο προς εκείνο της Εθνικής Αντίστασης…
Απ’ εκεί και πέρα, με ιδιαίτερη διεισδυτικότητα προσεγγίζεται – από Πολυμέρη Βόγλη και Ελένη Πασχαλούδη – το πώς η πτώση της Χούντας (σηματοδοτούμενη από την 24η Ιουλίου του 1974) δεν αφέθηκε τελικώς να αποτελέσει επέτειο προς εορτασμό. Ενώ η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου (της 17ης Νοεμβρίου του 1973) αποτυπώθηκε «με τέτοια συμβολική βαρύτητα στην συλλογική μνήμη, ώστε με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκε στην δημόσια σφαίρα η παρανόηση ότι η Χούντα έπεσε εξαιτίας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ότι η αντίσταση κατά της Χούντας ήταν μαζική». Οπότε… χρειάστηκε να πάμε στην περίοδο 2011-19, «των Μνημονίων», για να ζήσουμε το εγχείρημα της αντιστροφής της ανάγνωσης του Πολυτεχνείου από την τοποθέτηση π.χ. Αδώνιδος Γεωργιάδη (της εποχής ΛΑΟΣ) ότι «δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός στο Πολυτεχνείο, ούτε ένας» μέχρι και την καταγραφή Απόστολου Δοξιάδη μια δεκαετία αργότερα ότι «η κατάληψη-εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε την Χούντα. Τουναντίον μάλιστα […] χωρίς το Πολυτεχνείο και την αλυσίδα γεγονότων που ξεκίνησε [δικτατορία Ιωαννίδη κλπ] κατά πάσαν πιθανότητα η τραγωδία της Κύπρου δεν θα είχε συμβεί».
Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της ιστορίας, όντως!