Μελετητής του φαινομένου της ανισότητας ως βασικού στοιχείου εξέλιξης των οικονομιών, αλλά και της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Σερβο-Αμερικανός Μπράνκο Μιλάνοβιτς μετά από μακρά θητεία ως οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα, διδάσκει στο City University της Νέας Υόρκης όπου και διευθύνει – χαρακτηριστικά – το Stone Center on Socio-Economic Inequality, ενώ συμμετέχει επίσης στο Διεθνικό Κέντρο Δεδομένων (Luxembourg Income Study), μια ΜΚΟ που δημιούργησε και διατηρεί τράπεζα δεδομένων για εκατοντάδες σύνολα ανωνυμοποιημένων δημογραφικών εισοδηματικών, εργασιακών και καταναλωτικών στοιχείων, που επιτρέπουν την εις βάθος μελέτη των ανισοτήτων.
Γνωστός στην Ελλάδα από την «Παγκόσμια Ανισότητα» (στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019) και τον «Καπιταλισμό χωρίς Αντίπαλο: Το μέλλον του συστήματος που κυβερνά τον κόσμο» (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2020), ο Μιλάνοβιτς έρχεται εδώ να ξεφυλλίσει για χάρη του αναγνώστη μεγάλους της οικονομικής σκέψης ως προς τον τρόπο που προσέγγισαν το μείζον ζήτημα των ανισοτήτων. Κατά τον ίδιο τον Μιλάνοβιτς, η έμφαση δίνεται στο πώς ο καθένας τους προσέγγισε την κατανομή του εισοδήματος, ενώ «οι ιδέες παρουσιάζονται από την προοπτική του κάθε στοχαστή», και επίσης δεν αποδίδεται σημασία «στις κανονιστικές απόψεις τους σχετικά με την κατανομή των εισοδημάτων».
Από Quesnay, Adam Smith και Ricardo, μέχρι Karl Marx, Pareto και Kuznets, ο Μιλάνοβιτς διαμορφώνει μια μεγάλη τοιχογραφία προκειμένου «να αναδείξει τη διανοητική ιστορία του στοχασμού γύρω από την ανισότητα» προσπερνώντας δηλαδή την παρουσίαση των συνολικών ιδεών και των εποχών τους. Μπορεί ο Άνταμ Σμιθ να κινήθηκε στην τομή της φιλοσοφίας και των οικονομικών, μπορεί ο Ρικάρντο να δραστηριοποιήθηκε στον χώρο των χρηματιστικών εργασιών (όπου η γαιοκτησία και οι ανισότητες που συνεπάγεται εθεωρείτο αντιπαραγωγική και αντίθετη στην αναζήτηση της ανάπτυξης – δηλαδή στον αντίποδα του φυσιοκράτη Κενέ). Μπορεί ο Μαρξ να θεώρησε την αναζήτηση της ισότητας μέσω της αναδιανομής μια αστική φενάκη, και γι αυτό να αναζήτησε την αταξική κοινωνία με τα μέσα παραγωγής στην ιδιοκτησία των εργατών, ή ο Παρέτο με την καμπύλη κατανομής των εισοδημάτων να κατέληξε σε φαταλιστική αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
Καταλήγει, πάντως, ο Μιλάνοβιτς προσγειωτικά όσο και διεισδυτικά, στην καταγραφή/παρατήρηση ότι κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (δηλαδή… τότε ακριβώς που η οικονομική επιστήμη έκανε την μεταπολεμική εκτόξευσή της και αποκτούσε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση και άσκηση πολιτικής), η προσέγγιση της ισότητας πέρασε σε φάση «μακράς έκλειψης». Και τούτο καθώς η αντιπαλότητα μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού κατέλαβε την κεντρική σκηνή. οπότε και από τις δυο πλευρές του φράχτη «τα Οικονομικά ωθήθηκαν στην υπηρεσία των πολιτικών στόχων των κυρίαρχων ιδεολογιών». Ο Μιλάνοβιτς φθάνει να φωτίζει πώς – στην Δύση – η χρηματοδότηση πανεπιστημίων και think tanks από συντελεστές του χρηματοπιστωτικού συστήματος «έχει χτίσει ένα συγκροτημένο integrated σύστημα για την δημιουργία, και διάχυση γνώσης [και] την επιρροή στην άσκηση πολιτικής» Απ’ όπου η μελέτη των ανισοτήτων απουσίασε.
Για να ξαναπάρει πάλι μπρος, τώρα τελευταία, με την υποδειγματική δουλειά του Thomas Piketty (γνωστού σ’ εμάς ιδίως με το «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», Εκδ. ΠΟΛΙΣ 2014, μετά και την «Οικονομία των ανισοτήτων», ΠΟΛΙΣ 2007), που επανεγκατέστησε την ανάλυση των ανισοτήτων – και, κυρίως, των επιπτώσεών τους στην λειτουργία των οικονομιών – στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Αλλά και με την όλο και βαθύτερη τεχνική ανάλυση της παγκόσμιας επίδρασης των ανισοτήτων, που ακολούθησε την προσέγγιση Πικεττί για να φθάσει μέχρι και στην συζήτηση για την φορολόγηση των μεγάλων επιχειρηματικών συνόλων παγκοσμίως.
Και, κοινό νήμα που ενώνει όλες τις περιόδους προσέγγισης των ανισοτήτων – από τον φυσιοκράτη Κενέ ή τον ανατρεπτικό Μαρξ μέχρι τον Κούζνετς που με την περιβόητη καμπύλη του συσχέτισε εισοδηματική ανισότητα με οικονομική ανάπτυξη, είναι η διαπίστωση ότι πολιτικές επιλογές είναι εκείνες που οδηγούν στην ανισότητα, και «αποδέχονται» τις συνέπειές της, αφού την προκαλέσουν.