ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Πλήγμα στον πυρήνα της ανεξαρτησίας των Αρχών

Η οριοθέτηση των παντοδύναμων πλειοψηφιών περιλαμβάνεται μεταξύ των καταστατικών σκοπών που εξαρχής κλήθηκαν να υπηρετήσουν οι ανεξάρτητες αρχές. Η θεσμοθέτησή τους ως αντιβάρων εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος ανάγεται στον κλασικό αφορισμό του Alexis de Tocqueville περί της τυραννίας των πλειοψηφιών, συνδέεται δε με την ποιότητα της δημοκρατίας, η οποία σε καμία περίπτωση, δε μπορεί να εξαντλείται στην αναπαραγωγή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν οι κυρίαρχες πλειοψηφίες.   

Την αξιωματική αυτή διαπίστωση ανέτρεψε θεαματικά η πρόσφατη διαδικασία ανασυγκρότησης της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής: ΑΔΑΕ) και του Εθνικού   Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (εφεξής: ΕΣΡ). Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις σύμπνοιας, η επιστημονική κοινότητα ομονοεί ως προς το γεγονός ότι η πρόσφατη απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής – αρμόδιου οργάνου για την επιλογή διοικήσεων στις εκ του Συντάγματος προβλεπόμενες ανεξάρτητες αρχές – υπερέβη πολλαπλώς το δικαιοκρατικό κεκτημένο.

Ειδικότερα, παραβίασε κατά πρώτον, τον αριθμητικό κανόνα της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 που απαιτεί η ισχύουσα σήμερα, συνταγματική διάταξη. Σημειωτέον μάλιστα ότι προ της τελευταίας αναθεώρησης του Συντάγματος, η απαιτούμενη πλειοψηφία ανέρχονταν στα 4/5 των μελών του αποφασίζοντος οργάνου. Σε κάθε περίπτωση, βούληση του συντακτικού νομοθέτη υπήρξε εξαρχής, η αποτροπή χειραγώγησης των ανεξάρτητων αρχών από συμπαγείς κυβερνητικές πλειοψηφίες. Το διευρυμένο consensus ως προς τη συγκρότησή τους συνιστά την πλέον κρίσιμη παράμετρο νομιμοποίησής τους προκειμένου η λειτουργία τους να μη βαρύνεται από κομματικές δουλείες.

Παρέλκει η ανάγκη περαιτέρω επιχειρηματολογίας σε ό,τι αφορά την πρόδηλη παραβίαση της συνταγματικής διάταξης ως προς την επιλογή των νέων μελών της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ με πλειοψηφία 16/27. Δεν πρόκειται καν για περιφρόνηση νομικού κανόνα δεκτικού ενδεχομένως περισσότερων ερμηνειών. Εν προκειμένω, εκτύπως παραβιάστηκαν τα a priori του κοινού νου, σε συνδυασμό με στοιχειώδεις αρχές πρωτοσχολικών μαθηματικών.

Έχει σημασία επίσης, να επισημανθεί ότι λίγες μόλις ημέρες πριν την επίμαχη συνεδρίαση, με τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, ενισχύθηκε η κυβερνητική πλειοψηφία με την προσθήκη ενός ακόμη μέλους – του Προέδρου της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Έρευνας και Τεχνολογίας - στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Δεδομένου ότι η ευνοϊκή υπέρ του κυβερνώντος κόμματος μεταβολή των συσχετισμών έλαβε χώρα σε εξόχως ύποπτο χρόνο, είναι σαφές ότι η ανεξαρτησία έπαψε να αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο ακόμα και κατά τα προσχήματα.     

Ανύποπτος δεν ήταν επίσης, ο χρόνος ως προς την εν εξελίξει διερεύνηση από την ΑΔΑΕ της πρόσφατης υπόθεσης των υποκλοπών που ταλανίζει τον δημόσιο βίο, εδώ και πολλούς μήνες. Μολονότι η θητεία των μελών που αντικαταστάθηκαν είχε ήδη λήξει προ δεκαοκταμήνου*, δε μπορεί να αναγνωσθεί ως σημειολογικά ουδέτερη η επιλογή του χρονικού σημείου αντικατάστασής τους ακριβώς προ της λήψης αποφάσεων σχετικών με τα κρίσιμα επίδικα.  

Προς αυτή την κατεύθυνση, συντείνει και η έλλειψη προηγούμενης διαβούλευσης – όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα που πάντως δε διαψεύσθηκαν – μεταξύ των κομμάτων ως προς την επιλογή μελών «εγνωσμένου κύρους» για τη στελέχωση των οργάνων διοίκησης των ανεξάρτητων αρχών. Η ανάγκη συναίνεσης ως σαφής ratio της συνταγματικής διάταξης παρασιωπήθηκε πλήρως και η διαδικασία εκφυλίστηκε στην επιβολή ενός κλειστού προδιαμορφωμένου καταλόγου, όπως αυτός οριστικοποιήθηκε από τη συνέργεια Νέας Δημοκρατίας και Ελληνικής Λύσης.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η στρέβλωση της διαδικασίας συγκρότησης των ανεξάρτητων αρχών πλήττει τον πυρήνα καθαυτό της ανεξαρτησίας τους υπονομεύοντας εξ ορισμού την καταστατική τους αποστολή. Η παρούσα εξέλιξη ωστόσο, υπερβαίνει τις διαχρονικές κομματικές παθογένειες και πελατειακές εμμονές του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, το ζήτημα ανάγεται ευθέως στην ποιότητα της δημοκρατίας και στην ακεραιότητα των θεσμών του κράτους δικαίου.

Διερωτάται ωστόσο κανείς, αν η δύναμη που κατέγραψαν τα κόμματα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές δικαιώνει τον κυνισμό τέως Υπουργού, ο οποίος προφητικά σχεδόν έναν χρόνο πριν, διαπίστωνε ότι το ζήτημα των υποκλοπών αφορά «περισσότερο την πλατεία Κολωνακίου παρά τον ελληνικό λαό». Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα αν δεδομένων των προτεραιοτήτων που υπαγορεύει η ανυπέρβλητη υλική καθημερινότητα, έχει ακόμα νόημα η συζήτηση για την ποιότητα της δημοκρατίας. Επ’ αυτού, για να απαντήσει κανείς, αρκεί η αδρομερής χαρτογράφηση του επίκαιρου τοπίου: τα αντιπολιτευόμενα κόμματα παραπαίουν ή πορεύονται αμήχανα, ενώ τα κλασικά θεσμικά αντίβαρα – αν δεν έχουν αδρανοποιηθεί – υπολειτουργούν. Είναι αυτός ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οφείλουμε να μην εξοικειωθούμε με τη διαπίστωση ότι οι θεσμικές ευαισθησίες εξαντλούνται στην προνομιακή ζώνη επιρροής των αργόσχολων διανοουμένων πέριξ του Κολωνακίου. Η ποιότητα της δημοκρατίας είναι πολύτιμο, συλλογικό αιτούμενο, υπό εξακολουθητική διεκδίκηση. Καθόλου δεν προσφέρεται συνεπώς, για την αναπαραγωγή στερεοτυπικών μανιχαϊσμών, όπου «λαός και Κολωνάκι» αποκλείεται να συμπίπτουν ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά επίδικα.

(*) Η Dr Αικατερίνα Παπανικολάου, είναι Δικηγόρος, τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και Ειδική Επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη.

*  Μολονότι μετά την αναθεώρηση του 2019, η παράταση των θητειών που έχουν λήξει βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το Σύνταγμα, πρόκειται – κατά την άποψη – της γράφουσας για ατυχή επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη. Η αναγωγή μιας κατ’ οικονομία νομολογιακής παραδοχής σε κανόνα συνταγματικής περιωπής πλήττει την ανεξαρτησία καθαυτή, δεδομένου ότι συστατικό στοιχείο της τελευταίας αποτελεί το ορισμένο της θητείας. 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!