Για μίαν ακόμη φορά, θα φύγουμε πέρα από την συνήθη θεματική αυτών των προτάσεων ανάγνωσης – για να επισημάνουμε ένα βιβλίο/ποιητική συλλογή. Όμως, αν ο αναγνώστης ακολουθήσει για λίγο το νήμα της προσέγγισης που κατατίθεται στο «Στίγμα των βάλτων» μπορεί να ανακαλύψει ένα άνοιγμα κοινωνικού προβληματισμού, απ’ όπου το εργαλείο της ποιητικής γραφής φωτίζει σημαντικά ζητήματα της δημόσιας ζωής. Ζητήματα τα οποία συνήθως παραμένουν συσκοτισμένα, σε προσεκτική σιωπή ή σε στερεότυπη προσέγγιση.
Η Αγγελική Ντηλιά έρχεται εδώ να μιλήσει για τη ζωή της φυλακής, με μια προσέγγιση βιωμιατκή καθώς η ίδια λειτουργεί ως εθελόντρια των φυλακών: Διδάσκει εκεί αγγλικά, οργανώνει σεμινάρια/εργαστήρια ποίησης. Δίνει φωνή στους έγκλειστους, ή πάντως το επιχειρεί. Το «Στίγμα των βάλτων» λειτουργεί κυριολεκτικά και μεταφορικά – ταυτόχρονα. Το στίγμα είναι κάτι που συνοδεύει καθοριστικά την ταυτότητα του φυλακισμένου, αλλά και μετά την αποφυλάκισή του. η ζωή στην φυλακή είναι βάλτωμα, η φυλακή αποτελεί ανάσχεση της ζωής.
Την ίδια στιγμή, οι Αγροτικές Φυλακές της Τίρυνθας – όπου ήταν προγραμματισμένη η παρουσίαση του βιβλίου – είναι χτισμένες σε βαλτότοπο έξω από το Ναύπλιο, που ήδη επί ΄Οθωνος είχε καταβληθεί η προσπάθεια να αποξηρανθεί ώστε να μπορεί να καλλιεργηθεί (και σ’ αυτήν την περιοχή στράφηκαν οι αγροτικές εργασίες των κρατουμένων από τότε, και συνεχίζουν). Ενώ και η διαδρομή της ζωής των φυλακισμένων όπως την δίνει η ποιητική αυτή συλλογή, δίνει διαχρονικά το στίγμα της φυλακής...
Ήταν ιδιαίτερη η εμπειρία της παρουσίασης αυτού του βιβλίου, που τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε όπως ήταν προγραμματισμένο στους κήπους των φυλακών της Τίρυνθας – γιατί; Επειδή η τωρινή προώθηση τροποποιήσεων του Σωφρονιστικού Κώδικα έχει φέρει αναταραχή στις «βαρύτερες» φυλακές, με απεργία πείνας/αποχή συσσιτίου σε Δομοκό, Λάρισα, Κέρκυρα, Χανιά, οπότε οι κεντρικές αρχές θεώρησαν ότι εκδηλώσεις με παρουσία του «έξω κόσμου» σε καταστήματα κράτησης συνεπάγονταν κινδύνους… - αλλά μεταφέρθηκε στο ιστορικό Βουλευτικόν του Ναυπλίου. «Πρωταγωνίστησαν» οκτώ ηχογραφημένα μηνύματα από φυλακές όπως του Ναυπλίου ή της Τρίπολης, με κρατούμενους να καταθέτουν την εμπειρία τους από το εγχείρημα ανοίγματος της Γκέλης Ντηλιά, ή πάλι να οδηγούν την ανάγνωση επί μέρους ποιημάτων-εμπειριών.
Τοποθετήσεις με πιο αποστασιοποιημένο, αλλά διόλου ψυχρό, περιεχόμενο έκαναν η Αγγελική Καρδαρά και ο Διονύσης Χιόνης – δυο εγκληματολόγοι της νεότερης γενιάς – καθώς και ο βετεράνος της δημόσιας συζήτησης γύρω από τη συνολική αυτή θεματική Γιάννης Πανούσης. Πλαισίωναν τις τοποθετήσεις μουσικά διαλείμματα με νόημα, τραγούδια της φυλακής, από Γ. Μουσταϊρα/Θ. Μετασίδη/Ν. Πρίγκουρη που κάποιες στιγμές – παράλληλα με τις φωνές-μηνύματα από την φυλακή – άνοιγαν ένα διαφορετικό παράθυρο επικοινωνίας (όπως και η a capella απόδοση του «Σαν βγω απ’ αυτήν τη φυλακή/κανείς δεν θα με περιμένει» του Διονύση Σαββόπουλου που αποτόλμησε η ίδια η Ντηλιά).
Η πραγματικότητα της απώλειας ταυτότητας του φυλακισμένου – η αποκοπή από τους κοντινούς του ανθρώπους – το πολύγλωσσο, πλέον, των κρατουμένων – η σημασία των μεροκάματων που μειώνουν την ποινή – η βαριά πραγματικότητα του συνωστισμού – η προσδοκία της αποφυλάκισης και η πικρή πραγματικότητα του «έξω», όλα αυτά οδηγούνταν από τον Δ. Χιόνη (ιδίως) σε παράλληλη ανάγνωση των ποιημάτων της Ντηλιά.
Η σημασία της εκπαιδευτικής προσπάθειας που καταβάλλεται από εθελοντές – μοτίβο που αποτελούσε σταθερή παρουσία, καθώς μέρος του κοινού της παρουσίασης είχε αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα (ενώ παρευρισκόταν, ανώνυμος, και ένας τουλάχιστον από τους αποφυλακισμένους που είχε μετάσχει και στα εργαστήρια) – καθώς και της αναζήτησης να υπάρξουν σχισμές επικοινωνίας με τον έξω κόσμο αλλά και να αμβλυνθεί το στίγμα, ήρθαν επανειλημμένα στην επιφάνεια.
Πάντως προσγειωτικά λειτούργησε η παρέμβαση/κατακλείδα του Γιάννη Πανούση, ο οποίος επισήμανε πόσο περιορισμένη είναι – ανεξαρτήτως προθέσεων και προσπαθειών – η δυνατότητα αληθινής/ριζικής παρέμβασης στα πλαίσια του σωφρονιστικής πραγματικότητας. Ενώ κάτι σαν ρίγος διέτρεξε την αίθουσα όταν ο ίδιος κατέθεσε την εμπειρία του από το πώς, μέσα στις τελευταίες δυο δεκαετίες, η αίσθηση που είχε επισκεπτόμενος και εργαζόμενος μελετητικά στις φυλακές, από ανθρώπους με σαφώς παραβατικό/εγκληματικό κατά το παρελθόν αλλά με κατανοητές αναγωγές, να δίνουν πλέον την θέση τους σε βλέμματα καθαρού μίσους.