Πενήντα χρόνια και μία ημέρα μετά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ η Ιστορία επαναλήφθηκε στα σύνορα του Ισραήλ – θα συμβεί το ίδιο και στις αγορές; Το 1973 μια από τις βασικές συνέπειες του πολέμου ήταν το εμπάργκο εξαγωγών πετρελαίου από τα αραβικά κράτη σε όσα υποστήριζαν το Ισραήλ. Ακολούθησε η πετρελαϊκή κρίση και η πληθωριστική έκρηξη.
Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Αντίστοιχες αντιδράσεις από τα αραβικά κράτη δεν αναμένονται, άρα ούτε άμεσες συνέπειες στην παραγωγή πετρελαίου. Μεσοπρόθεσμα κρισιμότερος παράγοντας είναι ο βαθμός εμπλοκής του Ιράν, ενώ μακροπρόθεσμα θα λειτουργήσει αρνητικά ενδεχόμενος εκτροχιασμός της προσέγγισης Σ. Αραβίας–Ισραήλ, που «υποσχόταν» αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από το Ριάντ.
Οι προοπτικές αυτές θα αξιολογηθούν από σήμερα στις αγορές, που ολοκλήρωσαν την προηγούμενη εβδομάδα ανοδικά, αντιδρώντας στις νέες ενδείξεις ισχυρών αντοχών της αμερικανικής αγοράς εργασίας στο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Προς αυτή την κατεύθυνση εστιάζει ο προβληματισμός των επενδυτών: Πόσο θα παραμείνουν τόσο υψηλά τα επιτόκια και τι συνέπειες θα προκύψουν; Προφανώς μια νέα άνοδος της τιμής του πετρελαίου θα τροφοδοτήσει εκ νέου τις πληθωριστικές πιέσεις, άρα, δεν βοηθά.
Παραδόξως, εκείνο που ενδεχομένως να λειτουργούσε θετικά είναι μια λελογισμένη υποχώρηση των τιμών στα χρηματιστήρια. Όπως εξηγούσε σε ανάλυσή της η Barclays, κάτι τέτοιο θα έστρεφε τους επενδυτές σε ασφαλέστερες τοποθετήσεις, επιτρέποντας στην αγορά ομολόγων να ανακάμψει, με το κόστος δανεισμού να υποχωρεί και τις τιμές των τίτλων να ενισχύονται.
Και οι δύο πλευρές του νομίσματος έχουν σημασία, καθώς η πρώτη αφορά στον δανεισμό των κυβερνήσεων αλλά η δεύτερη στην αξιολόγηση των ομολόγων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες.
Σύμφωνα με τους Financial Times οι απώλειες για τις αμερικανικές τράπεζες ξεπερνούν ήδη τα 400 δισ. δολ. Ναι μεν παραμένουν «στα χαρτιά», πλην όμως μπορεί να έχουν ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες για μικρότερες τράπεζες, όπως φάνηκε και με τις χρεοκοπίες της περασμένης άνοιξης.