ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Πριν (και μετά) την κάλπη

Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα σχολείο, κάπου στην Ελλάδα, που έχει προβλήματα. Ποιος είναι αρμόδιος; Από ποιον ζητάμε το λόγο; Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και τα διδακτικά βιβλία τα αποφασίζει, φυσικά, το Υπουργείο Παιδείας. Η πλήρωση των θέσεων του προσωπικού είναι επίσης αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας. Η συντήρηση του κτιρίου, όμως, είναι αρμοδιότητα του δήμου. Οι πόροι για τα βασικές λειτουργικές δαπάνες του σχολείου αποφασίζονται από το Υπουργείο Εσωτερικών. Και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους αγοράζει  η «Κτιριακές Υποδομές ΑΕ».

Το παράδειγμα δεν είναι από τα χειρότερα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα συναρμοδιοτήτων που χάνονται στις στοές του μυθικού λαβύρινθου: Η οδός Μαρασλή, φερ’ ειπείν, που κατεβάζει νερά στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας είναι της αρμοδιότητας του δήμου, η Βασιλίσσης Σοφίας όμως, με τα φρεάτιά της, όπου παραλίγο να πνιγεί παρασυρμένη από τα νερά μια γυναίκα, είναι στην αρμοδιότητα της περιφέρειας. Για τον αντιπυρικό καθαρισμό των εντός σχεδίου οικοπέδων αρμοδιότητα έχει ο δήμος, αλλά για τα εκτός σχεδίου οικόπεδα δεν έχει αρμοδιότητα. Ούτε για τα περιαστικά δάση. Όσο για τα περιαστικά άλση και πάρκα, για άλλα έχει αρμοδιότητα, για άλλα όχι. Και ούτω καθ’ εξής.

Αν διάλεξα, λοιπόν, το παράδειγμα των συναρμοδιοτήτων για την λειτουργία των σχολείων, είναι απλώς επειδή αυτό μνημονεύεται ρητά στην έκθεση Πισσαρίδη, εκείνο το παινεμένο σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Την οποία έκθεση θα είχαμε όλοι ξεχάσει, αν δεν την επανέφερε στην μνήμη μας ο πρωθυπουργός αναγγέλλοντας τις προάλλες, σε τηλεοπτική συνέντευξη, μια ανάλογη επιτροπή για να μελετήσει την προσαρμογή στην κλιματική κρίση.

Τι είχε προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη; Εξορθολογισμό. Όλες οι αρμοδιότητες για τα σχολεία, για παράδειγμα, είτε να είναι συγκεντρωμένες σε ένα υπουργείο είτε να ανατεθούν, συμπεριλαμβανομένης της πρόσληψης προσωπικού, στον δήμο. Η πρώτη λύση θα ήταν προφανώς αναποτελεσματική. Και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση προς την ευρωπαϊκή συνθήκη της Λισσαβώνας, που καθιερώνει σε όλη την κλίμακα την αρχή της επικουρικότητας (δηλαδή: οι αποφάσεις να λαμβάνονται στο εγγύτερο προς τον πολίτη επίπεδο και να μεταφέρονται σε περιφερειακό, εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο μόνον όσα είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά στο τοπικό). Η δεύτερη, όμως, λύση, η αποκέντρωση, θα απαιτούσε μια πραγματική και μεγάλη μεταρρύθμιση. Μια ολοκληρωμένη αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και πόρων. Όπου οι δήμοι καθίστανται όχι μόνον αρμόδιοι αλλά και ικανοί να φέρουν σε πέρας την λειτουργία των σχολείων, τον χωροταξικό σχεδιασμό ή την πολιτική προστασία. Και όπου δήμοι και περιφέρειες «έχουν ένα καθεστώς γνήσιας δημοσιονομικής αυτοτέλειας, ώστε να έχουν δικούς τους πόρους και να μην εξαρτώνται από τον κρατικό προϋπολογισμό»- όπως έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης το 2017.

Η πιο απλή ιδέα, είναι η μεταφορά στους δήμους των εσόδων από το φόρο επί της ακίνητης περιουσίας. Και η κεντρική διοίκηση τι απομένει να κάνει, σ ένα τέτοιο σύστημα; Κατά την έκθεση Πισσαρίδη, «να ασκεί γενική εποπτεία ως προς την διαχειρηση των πόρων και να αναδιανέμει πόρους από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους δήμους και περιφέρειες».

Είμαστε πολύ μακριά από εκεί. Έχουμε δήμους απολύτως εξαρτημένους οικονομικά από την κεντρική διοίκηση, με ελάχιστους αυτοτελείς πόρους και μπλεγμένους στο κουβάρι των συναρμοδιοτήτων. Δήμους που, όπως κατέγραψε μια έρευνα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του ΚΕΦΙΜ, δεν είναι καν σε θεση να εκτελέσουν τον προϋπολογισμό τους και προπάντων το πιο σημαντικό κομμάτι του, τις επενδύσεις. Τι φταίει; Μια νοοτροπία, προπάντων.  Που επιβιώνει των αποκεντρωτικών πρωτοβουλιών. Και που την συνοψίζει ίσως καλύτερα ο πρωθυπουργός, όταν λέει πως ο ρόλος των περιφερειαρχών πρέπει να είναι «υποστηρικτικός στις κεντρικές πολιτικές της κυβέρνησης». Πως επειδή οι περιφερειάρχες «έχουν να διαχειριστούν πάνω από 8 δις από το νέο ΕΣΠΑ...(πρέπει να) έχουμε ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να συνεννοηθούμε». Ο κομματισμός ως αντίδοτο της δομικής αδυναμίας συντονισμού; Οι 13 μικροί υφυπουργοί, αντί των 13 μικρών πρωθυπουργών, όπως είχε κάποτε οριστεί ο ρόλος τους;

Η αλήθεια είναι πως τόσα χρόνια αυτή η περί αυτοδιοίκησης συζήτηση δεν έβρισκε θέση στην ατζέντα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Το διακύβευμα των δημοτικών και πολύ περισσότερο των περιφερειακών εκλογών, από τότε που καθιερώθηκαν, ήταν άμεσα πολιτικό. Η επιβεβαίωση ή η ανατροπή των κεντρικών πολιτικών συσχετισμών. Και υπήρξαν πράγματι φορές που οι αυτοδιοικητικές εκλογές άλλαξαν το πολιτικό τοπίο: Το 1978, για παράδειγμα, όταν, ένα χρόνο μετά την δεύτερη νίκη της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τους τρεις μεγάλους δήμους, ως προανάκρουσμα της σαρωτικής του νίκης τρία χρόνια αργότερα. Ή το 1986, όταν η αυτόματη, αταβιστική συσπείρωση των «αντιδεξιών δυνάμεων» στον δεύτερο γύρο έσπασε για πρώτη φορά και η ΝΔ κέρδισε τους τρεις μεγάλους δήμους εν μέσω παντοκρατορίας ΠΑΣΟΚ, προαναγγέλοντας το 1989. Ή, παλιότερα, μα πολύ χαρακτηριστικά, το 1954, όταν δύο χρόνια μετά τον θρίαμβο του Συναγερμού η αντισυναγερμική αντιπολίτευση, όπου για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο συναντήθηκαν Κέντρο και Αριστερά, κέρδισε Αθήνα, Πειραιά και τους πέντε από τους άλλους οκτώ μεγάλους δήμους.

Αλλά δεν βρισκόμαστε εκεί. Ζούμε την εποχή της Μεγάλης Πολιτικής Ασυμμετρίας. Και αυτή αφαιρεί κάθε μεγάλο πολιτικό διακύβευμα από τις αυτοδιοικητικές κάλπες. Θα μετράμε αύριο βράδυ που και ποιοι θα πάνε σε δεύτερο γύρο, πόση ζημιά έκαναν στην ΝΔ τα ανταρτικά της ψηφοδέλτια, πόσο κοντά η μακριά είναι στον στόχο του 13 στα 13 κι αν οι υποψήφιοι που στηρίζει το ΠΑΣΟΚ προσπέρασαν εκείνους του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να δημιουργούν ελπίδες ενός γενικού “sorpasso”. Μικρά, δευτερεύουσας σημασίας πράγματα. Θα ήταν ευκαιρία, λοιπόν, για μια φορά, η αυτοδιοικητική θεματολογία να βρει μια θέση στην εκλογική ατζέντα. Πριν την κάλπη, μέσα στο εκλογικό τμήμα ή και μετά την κάλπη.-

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!