Το 2004 ήταν έτος Ολυμπιακό, προεκλογικό και ιδιαίτερα τοξικό. Ο Κώστας Καραμανλής «έκαιγε» ότι σχετιζόταν με τον Κώστα Σημίτη και το στιγμάτιζε ως προϊόν διαφθοράς και διαπλοκής. Στις 7 Μαρτίου η ΝΔ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Στις 13 Αυγούστου ξεκινούσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε οργανώσει και προετοιμάσει τα ολυμπιακά έργα με μια συγκεκριμένη λογική για την μεταολυμπιακή αξιοποίηση τους. Η επόμενη κυβέρνηση άλλαξε εντελώς την προσέγγιση: τα έργα θα τα «φορτώνονταν» μόνο ιδιώτες, γιατί να πληρώνει το κράτος τις σπατάλες των προηγούμενων;
Ούτως ή άλλως η ΝΔ είχε φροντίσει από την προεκλογική περίοδο να «βάψει» τα έργα με τα μελανότερα χρώματα. Ήταν ακριβά, περιττά, υπερβολικά, με δυο λόγια ξεζούμιζαν άσκοπα τον ελληνικό λαό. Το ίδιο συναξάρι είχε υιοθετήσει με φανατισμό και η Αριστερά. Τα δισεκατομμύρια -20 δισ. ευρώ υποστήριζε η ΝΔ ότι κόστισαν οι Αγώνες, 5 δισ. ευρώ ήταν ο απολογισμός- σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια των φορολογούμενων, υπηρετώντας ένα βαθιά ρεβανσιστικό αφήγημα κατά του Κ. Σημίτη, του ΠΑΣΟΚ, αλλά και κατά της Γιάννας Αγγελοπούλου.
Η πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» είχε μπει στο στόχαστρο για άλλους λόγους. Το επίσημο αφήγημα της εποχής ήταν ότι ο λιτός Καραμανλής δεν άντεχε τις υπερβολές της Γιάννας. Η πραγματικότητα ήταν ότι η κυρία Αγγελοπούλου πίεζε να μάθει τι σκόπευε να κάνει η νέα κυβέρνηση με τα ολυμπιακά ακίνητα. Δεν ήταν αρμοδιότητα της Οργανωτικής Επιτροπής, η οποία ασχολήθηκε μόνο με την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και όχι με τις εγκαταστάσεις που τους φιλοξένησαν, εκείνη όμως αγωνιούσε για την ολυμπιακή κληρονομιά μέσα στο πολιτικά τοξικό κλίμα που διεξάγονταν η προετοιμασία. «Εσύ Γιάννα να πας στο σπίτι σου. Τώρα αναλάβαμε εμείς», της απάντησε ωμά ένας υπουργός κόβοντας κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Οι Αγώνες έγιναν και ήταν πολύ επιτυχημένοι, αλλά όταν έσβησαν τα φώτα της διοργάνωσης, λεφτά και ακίνητα τα έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Η «σπάταλη» Αγγελοπούλου επέστρεψε στην κυβέρνηση 135 εκ. ευρώ, των οποίων η τύχη αγνοείται έκτοτε. Και τα ολυμπιακά ακίνητα αντί να δοθούν στο κοινό, στην αυτοδιοίκηση και σε ιδιώτες, κλειδώθηκαν με λουκέτο έως την αξιοποίηση τους. Η τότε κυβέρνηση μάλλον πίστευε ότι έχει πολύ χρόνο στη διάθεση της, αν και η διεθνής εμπειρία έδειχνε ότι όπου η αξιοποίηση των πρώην ολυμπιακών εγκαταστάσεων δεν έγινε γρήγορα και επιθετικά, τα έργα μετατράπηκαν σε «λευκούς ελέφαντες».
Χαρακτηριστικά παραδείγματα έργων που αφέθηκαν να σαπίσουν είναι το beach volley, τα ολυμπιακά κέντρα Λιοσίων, Γαλατσίου, Αγ. Κοσμά, το ιππικό κέντρο στο Μαρκόπουλο που βρήκε το δρόμο του έπειτα από πολλά χρόνια, με τη μεταφορά του Ιπποδρόμου. Ακόμα και εμβληματικά έργα, όπως το στέγαστρο Καλατράβα στο ΟΑΚΑ δεν συντηρήθηκαν ποτέ.
Εκτός από τα πολιτικά, ρόλο έπαιξαν και ιδιωτικά συμφέροντα. Αν ήταν και αυτός ένας λόγος που μπήκαν στον «πάγο» τα ολυμπιακά ακίνητα αρμόδια να το απαντήσει είναι η κυβέρνηση Καραμανλή.
Το βέβαιο είναι ότι στη διάρκεια της προετοιμασίας των Αγώνων, ορισμένοι επιχειρηματίες ξεβολεύτηκαν και ίσως αποκλείστηκαν από διαδικασίες που διεκπεραιώνονταν ταχύτατα, με πιο ριζοσπαστικό τρόπο, χωρίς λοβιτούρες και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, με συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Είναι ενδεικτικό ότι παρότι η έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων επικρίθηκε, οι διαδικασίες έγιναν με απόλυτη ασφάλεια δικαίου, καθώς υπήρχε προληπτικός έλεγχος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από τις 50 προσφυγές που ασκήθηκαν έγινε δεκτή μόνο μία, και αυτή δεν αφορούσε αμιγώς ολυμπιακό έργο.
Κάθε χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες γινόταν εθιμοτυπικά, σαν μνημόσυνο, ρεπορτάζ για τα χάλια των ολυμπιακών έργων, χωρίς να ιδρώνει το αυτί κανενός. Τα έργα απαξιώθηκαν και άλλο στη συνείδηση του κόσμου. Και τελικά η κυβέρνηση της ΝΔ είχε τράτο μόλις τέσσερα χρόνια, στις 4 Οκτωβρίου 2009 κέρδισε τις εκλογές ο Γιώργος Παπανδρέου χωρίς να έχει αντιληφθεί πλήρως τα προβλήματα της οικονομίας που παραλάμβανε. Και πάλι μέρος της χρεοκοπίας της χώρας το χρεώθηκαν τα ολυμπιακά έργα.
Αν, όμως, γινόταν κάποτε μια ψύχραιμη συζήτηση για την κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων, ίσως ανακαλύπταμε ότι από τότε δεν έχουν γίνει μεγάλα έργα, όπως το μετρό, το τραμ, ο προαστιακός, η Αττική Οδός, στη χώρα, ούτε στην Αττική, όπως π.χ. η Μαραθώνια διαδρομή. Επίσης, ότι η εκτίναξη του τουρισμού, για την οποία επαίρονται διάφορες κυβερνήσεις, ξεκίνησε μετά τους Αγώνες. Ότι το κόστος τους ήταν μόλις το 1,5% του συνολικού δημόσιου χρέους. Για το υπόλοιπο 98,5% ποιοι ευθύνονται;
Και τέλος, ότι πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων ένα ολόκληρο μοντέλο συντονισμού και διοίκησης του κράτους, αλλά και διαχείρισης κρίσεων. Σε πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Ευάγγελος Βενιζέλος θύμισε ότι σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών τον Φεβρουάριο του 2022, πρότεινε από κοινού με τους Νάσο Αλευρά, Κώστα Καρτάλη και Γιώργο Φλωρίδη, να υιοθετηθεί εκείνο το μοντέλο της ολυμπιακής προετοιμασίας ως μοντέλο διαχείρισης κρίσεων. Ίσως, δηλαδή, η κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων να μην ήταν τελικά για πέταμα.