ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Μουσεία – Influencers: Κοινωνιολογία του Πολιτισμού – Επικοινωνία του Πολιτισμού και ΜΜΕ, του Κώστα Λασκαράτου, Εκδ. ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα 2023, σελίδες 176

Θα δεχτούμε κάποια στιγμή ότι η σύγχρονη λειτουργία των σεβάσμιων θεσμών της πολιτισμικής ζωής που υπήρξαν (και συνεχίζουν να είναι, και επιχειρούν να είναι και στο μέλλον μέσα από ενέσεις «σύγχρονης εικόνας» αλλά από σοβαρές προσπάθειες επανανακάλυψης και μουσειολογικής ανάπλασης…) τα Μουσεία, τα καθιστά μια μορφή σημερινών influencers; Δηλαδή πομπών μηνυμάτων που (α) έχουν εδραιωμένη αξιοπιστία σ’ έναν κλάδο/σ’ ένα θέμα/σε μια περιοχή, (β) διαθέτουν πρόσβαση σ’ ένα ευρύτερο και μη-μονοδιάστατο κοινό και (γ) μπορεί να πείσουν άλλους ανθρώπους να δράσουν σύμφωνα με τις συστάσεις τους;

Δανειζόμενος κατηγορίες και αναλυτικά εργαλεία από τον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ και φέρνοντάς τα σε επαφή με κάτι ουσιαστικότερο/διαχρονικότερο από τους ψηφιακούς influencers εις αναζήτηση επιδραστικότητας προς την κοινωνία, ο Κ. Λασκαράτος συνεχίζει στο σύντομο αυτό βιβλίο μια διαδρομή που είχε αρχίσει προ καιρού γράφοντας για «Πολιτισμό και εξωστρέφεια». Με τον ίδιο τον τίτλο «Μουσεία-influencers» και ένα συνειδητά διαταρακτικό εξώφυλλο – μια Μόνα Λίζα σε αρνητικό, σε κίτρινο φόντο και μαύρα γυαλιά με κόκκινο σκελετό – επιχειρεί να σοκάρει/να αφυπνίσει σε τι; Στο πώς οι σύγχρονοι μουσειακοί φορείς μπορούν να διεκδικήσουν «επιδραστικότητα στην κοινωνία», καθιστάμενοι «συμπεριληπτικοί, τεχνολογικά αναβαθμισμένοι και κτιριακά άρτιοι […] με την δύναμη να δημιουργήσουν συναισθήματα στο κοινό, να επηρεάσουν συμπεριφορές, να διδάξουν, να εμπνεύσουν και τελικά να διαμορφώσουν χαρακτήρες και καθημερινές επιλογές».

Φιλόδοξο, θα συμφωνήσετε.

Και εξαιρετικά επίκαιρο, ακόμη και στην αρκούντως επαρχιώτικη ελλαδική πραγματικότητα όπου την συζήτηση περί μουσείων – σε μια χώρα που κι αν έχει πολιτιστικό απόθεμα! – την έχουμε συνηθίσει περισσότερο ως αντικείμενο πολιτικών αντεγκλήσεων. Από την εποχή της επιλογής Tschumi/Φωτιάδη επί Μελίνας για το Μουσείο της Ακρόπολης, μέχρι τον πιο πρόσφατο διαπληκτισμό γύρω από τη μετάβαση των μεγάλων Μουσείων (Εθνικού Αρχαιολογικού, Βυζαντινού, των δυο αντίστοιχων της Θεσσαλονίκης, συν το Αρχαιολογικό Ηρακλείου) σε καθεστώς ΝΠΔΔ  με ΔΣ από προσωπικότητες «εκτός κλάδου» ή και την αμφισβήτηση για την πρόταση ριζικής ανάπλασης του Εθνικού Αρχαιολογικού με σχέδια Chipperfield/Τομπάζη.

Ο Κ. Λασκαράτος επιλέγει να μην κινηθεί ευθέως σε τέτοιες συμπληγάδες. Ωστόσο η προσέγγισή του συνειδητά προσπαθεί να αναδείξει το πώς «η ήσυχη δύναμη των σύγχρονων, συμπεριληπτικών μουσείων [δηλαδή εκείνων που δεν απευθύνονται, συνειδητά, σε ειδικούς, ή πάλι σε μια περιορισμένη ελίτ] έρχεται ως σοβαρό αντίβαρο» σε τι; Στην πραγματικότητα της «ζωής στην κοινωνία της πληροφορίας [που] διακρίνεται από πλεονασμό και θόρυβο». Εκείνο που θεωρεί και προβάλλει ως «διαπολιτισμικά ιδρύματα υψηλού κύρους και ενισχυτές της κοινωνικής συνοχής», το παρουσιάζει για παράδειγμα να εξασφαλίζει πρόσβαση, να είναι ψηφιακά διαθέσιμο με βάση τις νέες τεχνολογίες, στους μαθητές ενός σχολείου «σε ψηφιοποιημένες συλλογές του εξωτερικού [ως] κορυφαία επιλογή εξωστρέφειας, καθώς επιτρέπει στους νέους να συνειδητοποιήσουν πως αποτελούν μέλη μιας παγκόσμιας κοινότητας».

Παρόμοιες ψηφιακές ξεναγήσεις σε αντικατάσταση μέρους των φυσικών μεταβάσεων σε μουσεία μπορούν να ενισχύσουν και τη δυνατότητα πρόσβασης ομάδων του πληθυσμού, το κοινωνικοοικονομικό στάτους ή οι δυσκολίες της ζωής των οποίων τις κρατούσε υπό την παραδοσιακή μουσειακή λειτουργία αποκλεισμένες από την πολιτισμική συμμετοχή: Αυτή είναι η διάσταση της συμπεριληπτικότητας, λαμβανόμενη ευρύτερα από – π.χ. – την κυρίως προσβασιμότητα του μουσειακού χώρου.

Στα ακόμη πιο ευαίσθητα/πιο δύσκολα, η προσέγγιση του Κ. Λασκαράτου στην προσπάθεια να λειτουργήσει το σύγχρονο μουσείο ως μηχανισμός απώθησης στερεοτύπων και κυριότατα ρατσιστικών αντανακλαστικών – ιδίως «με ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά εργαστήρια, διαδρομές μνήμης» όπως οι προτεινόμενες από το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, ή πάλι το συγκλονιστικό Εβραϊκό Μουσείο δια χειρός Lieberskind στο Κρόϋτσμπεργκ στην ίδια πόλη. Κι αν αυτή η προσέγγιση γίνεται σε σχετικά ασφαλές έδαφος, μια άλλη – εκείνη της πρόσληψης του μουσείου, σήμερα, ως «οχήματος» εθνικής στρατηγικής – αποτελεί πιο επικίνδυνο ναρκοπέδιο: Ο Λασκαράτος παρακολουθεί, και καλεί τον αναγνώστη να παρακολουθήσει, πώς γενικότερα «οι τέχνες εργαλειοποιήθηκαν από νωρίς στην προσπάθεια αποκήρυξης των πολεμικών επιλογών Πούτιν» (με τους αποκλεισμούς Ρώσων καλλιτεχνών από φεστιβάλ) κι από δίπλα πώς μουσεία αντέδρασαν υπό την πίεση της κοινής γνώμης: Οι ιμπρεσσιονιστικά «Ρωσίδες χορεύτριες» του Ντεγκά μετονομάσθηκαν σε «Ουκρανές χορεύτριες» από την National Gallery του Λονδίνου, ή πάλιν ο διευθυντής του Ερμιτάζ της Αγ. Πετρούπολης ζήτησε την επιστροφή έργων του Τιτσιάνο που είχαν δανειστεί προς το Παλάτσο Ρεάλε του Μιλάνου…

Σε σύγκριση με πεδία τέτοιας έντασης, η αξιοποίηση των μουσείων π.χ. ως μέρους του τουριστικού προϊόντος ή – ακόμη – και ως στοιχείου διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης, ή πάλιν ως εργαλείου έμπρακτου καλωσορίσματος της διαφορετικότητας, λειτουργεί πιο ήρεμα. Όταν ολοκληρώσει κανείς την περιπλάνηση στις σελίδες του Κ. Λασκαράτου, διαπιστώνει ότι το φαινομενικά ειρηνικό αυτό αντικείμενο  ανάλυσης ξυπνά βαθύτερες προκλήσεις.

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!