Μετά από δεκαετίες στον «αυτόματο πιλότο» των κεντρικών τραπεζών και της «ανεξάρτητης» νομισματικής πολιτικής, η πολιτική οικονομία φαίνεται πως επανακάμπτει με αφορμή το ζήτημα της φορολόγησης των έκτακτων τραπεζικών (επιτοκιακών) κερδών από διάφορες κυβερνήσεις (της Ισπανίας, της Λιθουανίας και της Ιταλίας κ.ά.).
Δεκαπέντε χρόνια επιθετικής νομισματικής χαλάρωσης ήταν αρκετά για τις τράπεζες, ώστε να αποκτήσουν τη ρευστότητα που χρειάζονται, με αποτέλεσμα να μην αυξάνουν σημαντικά τα επιτόκια καταθέσεων – πολύ απλά, δεν το έχουν ανάγκη για να προσελκύσουν νέους καταθέτες! Καθώς, λοιπόν, η αποτελεσματικότητα των πράξεων ανοικτής αγοράς (αγοραπωλησίες κρατικών ομολογιών στην ανοικτή αγορά προκειμένου να επηρεαστούν τα επιτόκια) του Ευρωσυστήματος εξαντλείται, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις αποφασίζουν να παρέμβουν για να μειωθεί το χάσμα μεταξύ επιτοκίων νέων δανείων και καταθέσεων, μέσω φορολογικών (καθ’ όλα πολιτικών…) μέτρων.
Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και έπειτα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, αργά αλλά σταθερά, ένα νέο οικονομικό περιβάλλον, με υψηλότερες διαρθρωτικές επενδυτικές ανάγκες. Ανάγκες που αφορούν τη διάσωση των οικονομιών από χρηματοπιστωτικές κρίσεις και εξωγενείς κλυδωνισμούς, αλλά και χρηματοδοτικές απαιτήσεις που σχετίζονται με την κλιματική κρίση, τη ψηφιακή μετάβαση και τις αμυντικές δαπάνες. Ο κρατικός παρεμβατισμός ενισχύεται: Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των εμπορικών προστατευτικών μέτρων (ειδικά των επιδοτήσεων) έχει δεκαπλασιαστεί. Από το 2010 έως το 2019, οι δαπάνες για κρατικές ενισχύσεις των κρατών μελών της ΕΕ-27 και του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν σχεδόν διπλασιαστεί σε μέγεθος, ενώ η πανδημία ενίσχυσε περαιτέρω την τάση αυτή.
Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ενεργειακή μετάβαση θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις σε σχετικά σύντομο χρονικό ορίζοντα – περίπου 600 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως στην ΕΕ έως το 2030. Οι παγκόσμιες επενδύσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν έως το 2026. Το νέο διεθνές τοπίο θα απαιτήσει επίσης σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών: στην ΕΕ, περίπου 60 δισ. ευρώ απαιτούνται ετησίως για την επίτευξη του στόχου στρατιωτικών δαπανών του ΝΑΤΟ της τάξης του 2% του ΑΕΠ, στο διηνεκές μάλιστα, όπως συμφωνήθηκε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, τα κράτη καλούνται να επωμιστούν σημαντικές ευθύνες για την κάλυψη των διαθρωτικών επενδυτικών αναγκών και την τιθάσευση του πληθωρισμού. Καθώς όμως τα δημόσια χρέη δεν μπορούν να αυξάνονται διαρκώς και τα νομισματικά εργαλεία των κεντρικών τραπεζών τείνουν να χάσουν την αποτελεσματικότητά τους λόγω της υπερ-χρήσης τους, οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν εκ των πραγμάτων να λάβουν αποφάσεις για την (πιο δίκαιη;) κατανομή των βαρών, μέσω φορολογικών και άλλων δραστικών μέτρων ρυθμιστικής πολιτικής.
(*) Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας, ΕΚΠΑ