Ας είμαστε πολιτικά ρεαλιστές: Στην πορεία προ τις δίδυμες εκλογές του 2023, ως βασικό εργαλείο (πέρα από την ωμή αντι-ΣΥΡΙΖΑ συστράτευση) λειτούργησε και – εκ του αποτελέσματος – πέτυχε διόλου ευκαταφρόνητα αποτελέσματα η ανάδειξη ως απειλής/εχθρού του λαϊκισμού. Τώρα, στην ανηφορική φάση της διακυβέρνησης που ζούμε, και πάλιν o λαϊκισμός και η εναντίωση προς αυτόν έστω και όταν εφαρμόζονται λαϊκιστικές πρακτικές (στήριξη της κατανάλωσης ηλεκτρικού χωρίς όρια, λογική των -Pass), συνεχίζει να παίζει καθοδηγητικό ρόλο. Τα Μέσα Ενημέρωσης έχουν βρει το νέο αρνητικό τοτέμ. Όμως… τι είναι ο λαϊκισμός; Τι σημαίνει; Πού οδηγεί η εναντίωση σ’ αυτόν;
Δυο πανεπιστημιακοί – ο κοινωνικός ψυχολόγος Στάμος Παπαστάμου, με έμφαση στις κοινωνικές αναπαραστάσεις. ο κοινωνιολόγος με επικέντρωση στην κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση της πολιτικής σκέψης Γεράσιμος Προδρομίτης – συν ο δημοσιογράφος/πολιτικός αναλυτής Τάσος Παππάς, με σταθερά επανερχόμενη την ενασχόλησή του με την κοινωνική ρίζα των πολιτικών δρώμενων, ανέλαβαν στο αρθρωτό «Λαϊκισμός, μια ατίθαση λέξη» να αναδείξουν πώς σαγηνεύει στον δημόσιο/πολιτικό λόγο η χρήση της έννοιας του λαϊκισμού. Σε μια λογική, ας μην αυταπατώμεθα, του «λαϊκίστικη είναι η γνώμη του αντιπάλου μου». Να απαξιώνεται, έτσι, ο καταγγελλόμενος ως λαϊκιστής ως «κοινωνικό υποκείμενο ανάξιο [να είναι] συνομιλητής. Να αποκαλυφθεί η «υστερόβουλη απλότητα του «κοινού νου» […] που προσπαθεί να βρει τον κατάλληλο τρόπο χειραγώγησης του ανθρώπου».
Ήδη από τον ορισμό του λαϊκισμού, προκύπτει για τους συγγραφείς το – πολιτικά σημαντικό – συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια «από τις πιο απείθαρχες έννοιες της πολιτικής κοινωνιολογίας». Όθεν και η ίδια η τιτλοφόρηση «Λαϊκισμός : μια ατίθαση λέξη». Είναι άραγε μειονέκτημα της λέξης «λαϊκισμός» η ασάφειά της, το γεγονός ότι «χρησιμοποιείται αδιακρίτως», ότι θάλλει στην αριστερά όσο και στην δεξιά του πολιτικού φάσματος; Ή πρόκειται για λειτουργικό του πλεονέκτημα στην πράξη;
Οι Παπαστάμου – Προδρομίτης ξεκινούν την αναζήτηση πραγμάτευσης της έννοιας του λαϊκισμού προς κατευθύνσεις «σύμφυτες με τις χρήσεις της το πεδίο της πολιτικής διαμάχης», επιστρατεύοντας από Ιψεν και Σαρτρ μέχρι Ντισραέλι, Μιλλ και Μαρκ Τουέιν. (Θα μας επιτραπεί να κρατήσουμε του τελευταίου το «όταν βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι καιρός να σταθείς και να συλλογιστείς»). Βλέπουν τον λαϊκισμό είτε ως μορφή/εκφορά/περιεχόμενο πολιτικού λόγου «με θεμελιώδη την διάκριση «ελίτ-λαός»», είτε ως «δομή πολιτικής σχέσης με χειραγωγική υφή».
Οι διεξοδικές ερευνητικές τους προσεγγίσεις σε θεματικές όπως των «Αγανακτισμένων» των Πλατειών ή και του Μακεδονικού και των σχετικών συλλαλητηρίων, με φόντο τις γενικότερες αναπαραστάσεις του τι είναι το πλήθος ή/και η κοινή γνώμη ανάλογα με τις (δηλούμενες εκάστοτε) πολιτικές τοποθετήσεις δείχνουν την βαθύτατα ιδεολογικά φορτισμένη χρήση της. «Μοιάζει σαν ο λαϊκισμός να ασκεί παρόμοια γοητεία με εκείνην που άσκησαν πριν από δεκαετίες στην κοινωνικοψυχολογική σκέψη οι έννοιες του αυταρχισμού και του δογματισμού». Σε σημείο που καταλήγει να θεωρείται «άλλο ένα βολικό τέρας, που στο όνομα της αυτοσυντήρησης της σύγχρονης φιλελεύθερης/μαζικής δημοκρατίας, πρέπει να καταπολεμηθεί και να ξορκιστεί».
Πιάνοντας απ’ εδώ το νήμα και προσγειώνοντας (άβολα) στην Ελληνική πολιτική σκηνή, ο Τάσος Παππάς θυμίζει το πώς αξιοποιήθηκε η καταγγελία περί λαϊκισμού κατά του ΣΥΡΙΖΑ όταν αυτός, κατακτώντας την εξουσία, «κατηγορήθηκε για εξτρεμισμό» , για τυχοδιωκτισμό [..], ως αντίγραφο των καθεστώτων της Βόρειας Κορέας ή της Βενεζουέλας και ο επικεφαλής του παραλληλίστηκε με γνωστούς δικτάτορες . [Ενώ θεωρήθηκε] ότι επιχειρούσε να στήσει παρακράτος, ακόμη και να προχωρήσει σε θεσμική ανατροπή».
Βέβαια, ο ίδιος δεν διστάζει να επισημάνει ότι και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι αθώος του αίματος». Πώς αυτό; «Αν με διασταλτική ερμηνεία εντάξουμε στο λαϊκίστικο φαινόμενο τον μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό, τότε και στα δυο πεδία οι επιδόσεις του – και πριν κερδίσει τις εκλογές, και κατά τους πρώτους 5 μήνες διακυβέρνησης – ήταν …. εξαιρετικές». Συγγένεψε, με άλλα λόγια, και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις μείζονες παλαιότερες ουτοπίες που εξέθρεψαν τον λαϊκισμό ως πολιτικό εργαλείο. Ενώ «στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν αρκετοί τρόπο για να «ακουστείς». Είτε καταστρέφοντας ό,τι σε ενοχλεί χωρίς να προτείνεις άλλο για αντικατάστασή του […] είτε επιλέγοντας την βία εναντίον του άδικου συστήματος, είτε εφαρμόζοντας στην πράξη την θεωρία της συλλογικής ευθύνης».
Με τέτοιο φόντο, και με νωπές ακόμη τις μνήμες της διαχείρισης του λαϊκισμού στα καθοριστικά για την Ελληνική κοινωνία προηγηθέντα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, αλλά και με την διατάραξη που έφερε η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού στην δημόσια σφαίρα, η μελαγχολική κατάληξη είναι πως η «ατίθαση λέξη» λαϊκισμός μόνο να υποχωρήσει δεν πρόκειται ως προς την επιδέξια – αν μη πονηρή – χρήση της…
*** *** ***
Στο δικό του βιβλίο, με πιο συστηματικές απαιτήσεις ανάλυσης από πλευράς πολιτικής επιστήμης και σε χρονική φάση που καταλάμβανε την πρώτη διαδρομή της πανδημίας του κορωνοϊού, και πάντως δεν απέχει και τόσο από τα κινήματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των Μνημονίων, ο Σ. Σεφερειάδης ξεκινά από βάση μεθοδολογική. Έρχεται να εξετάσει το πώς στιγματίστηκε με την χρήση της έννοιας «λαϊκισμός» κάθε δημόσιος λόγος που αμφισβητεί την ΤΙΝΑ/ την άποψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην κυρίαρχη ανάλυση (There Is No Alternative).
Για τον Σ. Σεφερειάδη «οι αξίες των οποίων ως έλλογα όντα είμαστε φορείς, καθοδηγούν τις εννοιολογήσεις στις οποίες προβαίνουμε, υπαγορεύοντας ακριβώς ποιες διαστάσεις της πραγματικότητας είναι άξιες προσοχής και εννοιακής οριοθέτησης και ποιες όχι». Αυτή η προσέγγιση οδηγεί στο να «υπονομεύεται δραστικά ή και να εκλείπει η έλλογα τεκμηριωμένα παρέμβαση», από μια «δήθεν αμερόληπτη» - πλην ανομολόγητα κανονιστική – οπτική αρκούμενη στην απλώς περιγραφική ανάλυση. Προερχόμενη από τον υπεύθυνο του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής της Παντείου, δεν θα μπορούσε να ξαφνιάζει μια τέτοια μεθοδολογική καχυποψία/απόκρουση του τρόπου με τον οποίο η κατηγορία περί «λαϊκισμού» στρέφεται με ιδιαίτερη ευκολία πού; Προς κάθε πολιτική πρόταση ή/και μορφή δημόσιου λόγου ο οποίος επιχειρεί να ταχθεί υπέρ ευρύτερων /λαϊκών συμφερόντων αμφισβητώντας την κρατούσα κατάσταση πραγμάτων.
Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις και η «μεθοδολογική αφέλεια» των πολιτικών επιστημόνων είναι ο αντίπαλος κατά του οποίου στρέφεται ο Σεφεριάδης . Ιδίως, δε, η πολιτική αξιοποίησή της (της αφέλειας αυτής), που οδηγεί σε «συρρίκνωση της δημοκρατίας, κρίση αντιπροσώπευσης, καρτελοποίηση των «νέων αριστερών» κομμάτων και ενσωμάτωση των μετασχηματιστικών πρωτοβουλιών».
Όχι ευχάριστο, αλλ’ αναπόφευκτο το συμπέρασμα: Ελλείψει ουσιαστικότερων αναζητήσεων περιεχομένου, θα πορευόμαστε επί πολύ με εργαλείο την έννοια/το φάσμα/την αξιοποίηση του λαϊκισμού. Στις διάφορες εκδοχές του.