Τον Σεπτέμβριο του 2020, ένας σπάνιος Μεσογειακός κυκλώνας, που πήρε το όνομα Ιανός, σχηματίστηκε πάνω από τα νερά του κόλπου της Σύρτης, διέσχισε 1900 χιλιόμετρα και χτύπησε με δύναμη την Ιθάκη, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο, αργότερα την Κρήτη, μα προπάντων την Θεσσαλία και ειδικά την Καρδίτσα και τα Φάρσαλα. Άφησε πίσω του μεγάλες καταστροφές και τέσσερις νεκρούς. Όλοι οι ειδικοί έλεγαν τότε πως έπρεπε να το εκλάβουμε ως προειδοποίηση. Ως τρέιλερ ενός μέλλοντος, για το οποίο θα έπρεπε επειγόντως, σε εθνικό επίπεδο, να προετοιμαστούμε- αφού δεν προλάβαμε, σε οικουμενικό επίπεδο, να το αποτρέψουμε.
Τρία μόλις χρόνια αργότερα, ένα φαινόμενο πολλαπλάσιας έντασης, η καταιγίδα Daniel, έρχεται να επιβεβαιώσει τις προειδοποιήσεις. Αλλά και να δοκιμάσει την ικανότητά μας για προσαρμογή, την αποτελεσματικότητα της προετοιμασίας μας.
Οι πλημμύρες στην Θεσσαλία ήταν, πρώτα, μια επιβεβαίωση των προειδοποιήσεων: Αυτή η φονική κακοκαιρία μοιάζει με πένθιμο επίλογο σε μια λιτανεία ακραίων φαινομένων που σημάδεψαν ολόκληρο το καλοκαίρι. Με θερμοκρασίες ρεκόρ, από την Αριζόνα ως την Xinjiang της Κίνας. Με την Ελλάδα να ζει τον πιο πολυήμερο καύσωνα της ιστορίας της. Και με καταστροφές ανείπωτες, από τα 160 εκατομμύρια καμένα στρέμματα δάσους στον Καναδά και τους 115 νεκρούς και 385 αγνοούμενους της Χαβάης, ως την μεγαλύτερη καταγεγραμμένη δασική πυρκαγιά στην Ευρώπη, που αφάνισε τα δάση του Έβρου, στις θερμότερες, κατά την ευρωπαϊκή υπηρεσία, ημέρες σε 120.000 χρόνια ζωής στον πλανήτη.
Αυτό που ζούμε- έλεγε στον Monde ένας ειδικός του Ινστιτούτου Laplace- «είναι αυτό που οι προβολές μας υπολόγιζαν ότι θα συμβεί στην Μεσόγειο το 2050». Και ο ΓΓ του ΟΗΕ: «Το κλίμα μας καταρρέει πιο γρήγορα από την δυνατότητά μας να διαχειριστούμε την κατάρρευσή του». Δεν είναι πια προειδοποίηση. Είναι διάγνωση.
Μα ήταν ένα τεστ, προπάντων: Τι διδαχθήκαμε, πώς και πόσο αλλάξαμε στα τρία χρόνια από τον Ιανό; Πόσο πιο έτοιμοι είμαστε, πόσο πιο έγκαιρα αντιδρούμε και πόσο καλύτερα συντονίζεται η αντίδραση, πόσο πιο ανθεκτικές υποδομές έχουμε, πόσο πιο αποτελεσματικό σύστημα πολιτικής προστασίας, ώστε να μετριάζουμε τις συνέπειες καταστροφικών φαινομένων, που όλο και συχνότερα θα μας απειλούν;
Η πυρκαγιά της Πάρνηθας και του Έβρου, πρώτα, οι πλημμύρες της Θεσσαλίας κατόπιν έδειξαν ότι αποτύχαμε σε αυτό το τεστ. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς κάτι που να λειτούργησε στην Καρδίτσα ή στον Βόλο, με μεγαλύτερη επάρκεια από ότι το 2020. Το ίδιο και στις μεγάλες πυρκαγιές αυτού του καλοκαιριού σε σχέση με τις πυρκαγιές της Εύβοιας το 2021. Το χειρότερο: Τα έργα που αποκατέστησαν τις πληγωμένες από τον Ιανό υποδομές- δρόμοι, γέφυρες, αντιπλημμυρικά- κατέρρευσαν ξανά. Δεν άντεξαν. Απόδειξη πως η προειδοποίηση του 2020 πέρασε και χάθηκε. Η επίγνωση πως ζούμε σε συνθήκες κλιματικής κατάρρευσης δεν άλλαξε παλιές συνήθειες, παλιούς τρόπους.
Μοιάζει να έχουμε αιχμαλωτιστεί σε έναν φαύλο κύκλο. Οι καύσωνες, συχνότεροι και εντονότεροι, κάνουν τις πυρκαγιές πιο καταστροφικές και οι δασικές πυρκαγιές, με την σειρά τους, κάνουν τους επόμενους καύσωνες εντονότερους. Στον Καναδά, υπολογίζεται ότι οι φωτιές στα δάση απελευθέρωσαν ένα δισεκατομμύριο τόνους CO2 στην ατμόσφαιρα. Και, φυσικά, τους μεγάλους καύσωνες και τις πυρκαγιές ακολουθούν, παντού, από την Ζαγορά ως το Χόνγκ Κονγκ, καταρρακτώδεις βροχές και φονικές πλημμύρες. Η ζωή μας μοιάζει πια με πατινάζ σε πολύ λεπτό πάγο, που μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή. Μα συνεχίζουμε να γλιστράμε στον πάγο, όλο και πιο ανασφαλείς, ως εάν είχαμε οπλισμένο σκυρόδεμα κάτω από τα πόδια μας.
Αυτόν τον φαύλο κύκλο δεν μπορεί μια χώρα μόνη της να τον σπάσει, να ανακόψει την τρελή κούρσα προς την υπερθέρμανση του πλανήτη. Μπορεί, όμως, να προετοιμάζεται για τις αλλαγές που αυτή η προσπάθεια απαιτεί. Μπορεί προπάντων να οργανώνει την άμυνά της απέναντι στις συνέπειες της κλιματικής κατάρρευσης.
Μια πρώτη προϋπόθεση είναι η κλιματική κρίση να βρει την θέση της στο κέντρο της πολιτικής. Όχι ως δικαιολογία για αποτυχίες, όπως συνήθως χρησιμοποιείται, αλλά ως μέτρο συγκεκριμένων αλλαγών που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται. Η κλιματική κρίση δεν είναι δικαιολογία. Είναι ο πήχης με τον οποίο μετριέται η ποιότητα της διακυβέρνησης. Δεν είναι ένα πολιτικά ορθό μα διακοσμητικό συμπλήρωμα των πολιτικών προγραμμάτων. Είναι- θα έπρεπε να είναι- η κεντρική προτεραιότητα, στην οποία οι άλλες πολιτικές υποτάσσονται. Η ανθεκτικότητα της χώρας στην κλιματική κρίση είναι το μέτρο με το οποίο κρίνονται επιλογές δημοσίων επενδύσεων, δημοσιονομικών μέτρων, φορολογικών κινήτρων ή διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων.
Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι η προσαρμογή του κράτους στις απαιτήσεις και τις απειλές που η κλιματική κρίση σχηματίζει. Η μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους ήταν στην ατζέντα, μια αέναη και αενάως ματαιωμένη εξαγγελία, καιρό τώρα. Οι απαιτήσεις που η κλιματική κρίση δημιουργεί κάνουν αυτή τη μεταρρύθμιση ταυτόχρονα πιο δύσκολη και πιο αναγκαία. Μα ειδικά η εμπειρία του φετινού καλοκαιριού, οι αποτυχίες σε τόσα μέτωπα- στην Νέα Φιλαδέλφεια και στην Νέα Αγχίαλο, στην Δαδιά ή στον Παλαμά Καρδίτσας, ενώ είχαν προηγηθεί τα Τέμπη- κάνουν την μεταρρύθμιση του κράτους θέμα, κυριολεκτικά, ζωής και θανάτου. Για την κυβέρνηση, φυσικά- «ή ο Μητσοτάκης θα μεταρρυθμίσει το κράτος ή το κράτος θα καταβροχθίσει τον Μητσοτάκη», έγραφε πρόσφατα στα ΝΕΑ ο Πέτρος Ευθυμίου, παραφράζοντας την ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου. Για την χώρα προπάντων.