Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Φρανκφούρτη – το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού. Στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας γνωρίζουν ότι βασική τους αποστολή είναι η σταθερότητα των τιμών. Με αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων (στο 3,75% μετά από μια οκταετία επιτοκίων υπό το μηδέν) κατάφεραν να μειώσουν τον πληθωρισμό κατά το ήμισυ από τα υψηλά του περασμένου Οκτωβρίου (10,6%). Τώρα, όμως, δείχνουν να αρχίζουν τα δύσκολα: Kαθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού ο τιμάριθμος παρέμεινε περίπου σταθερός (5,5% τον Ιούνιο, 5,3% Ιούλιο και Αύγουστο), απέχοντας σημαντικά από τον στόχο του 2%. Άρα πρέπει να αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια (η επόμενη απόφαση αναμένεται σε 10 μέρες);
«Πλησιάζουμε στο τέλος των αυξήσεων» υποστήριξε την Παρασκευή ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Villeroy de Galhau, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του «στρατοπέδου των περιστεριών». Η οικονομία της Ευρωζώνης παρέμεινε στάσιμη το χειμερινό τρίμηνο και αναπτύχθηκε μόλις κατά 0,3% το εαρινό. Η γερμανική «ατμομηχανή» παλεύει με την ύφεση. Πλην όμως η άλλη άποψη δείχνει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού (όπου οι επιθετικότερες κινήσεις της Fed έχουν οδηγήσει τον πληθωρισμό ήδη στο 3,2%) και στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα της ανεργίας στην Ευρωζώνη.
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά το κόστος των αποφάσεων της ΕΚΤ είναι ιδιαίτερα μεγάλο, καθώς οι ελληνικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, κυρίως, αυξάνουν πολύ λιγότερο, πρακτικά ανεπαίσθητα, τα επιτόκια καταθέσεων. Τον Ιούλιο το μέσο επιτόκιο καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 12 μήνες ήταν 1,5% για νοικοκυριά και 2,71% για επιχειρήσεις, ενώ κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη 2,83% και 3,32% αντίστοιχα. Μέσα σε ένα 12μηνο η «ψαλίδα» επιτοκίων χορηγήσεων-καταθέσεων αυξήθηκε κατά 67%, από τις 3,53 στις 5,83 μονάδες.