Στην αυξανόμενη ανησυχία των επενδυτών ότι η Ευρωζώνη εισέρχεται σε περίοδο περικοπών δαπανών και χρεοκοπιών αναφέρεται δημοσίευμα του Bloomberg. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του κλίματος στις αγορές παραθέτει τη διαρκώς αυξανόμενη απόκλιση του κόστους με το οποίο έχουν δανειστεί κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, από εκείνο που θα καλούνταν να πληρώσουν εάν αναχρηματοδοτούσαν τώρα τα χρέη τους: Ενώ την τελευταία 25ετία το κόστος αναχρηματοδότησης ήταν σταθερά χαμηλότερο, από το περασμένο καλοκαίρι η σχέση αντιστράφηκε και πλέον το κόστος αναχρηματοδότησης είναι υψηλότερο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα.
Η μεταστροφή αυτή συμπίπτει με την έναρξη της τρέχουσας φάσης αυξήσεων επιτοκίων, μετά από μια μακρά περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες επιδίωκαν να υποστηρίξουν τις οικονομίες με χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια. Όταν οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις της άνοιξης του 2022 οδήγησαν σε αύξηση των επιτοκίων, αρκετοί δανειολήπτες θεώρησαν ότι πρόκειται για κάτι προσωρινό κι ανέβαλλαν τα όποια σχέδια αναχρηματοδότησης. Σταδιακά, όμως, διαφαίνεται ότι τα υψηλά επιτόκια ήρθαν για να μείνουν, αυξάνοντας τις πιθανότητες η αναχρηματοδότηση των χρεών να κοστίσει ακριβότερα. Σύμφωνα πάντα με το Bloomberg, κατά το δεύτερο ήμισυ της τρέχουσας δεκαετίας στην Ευρωζώνη οι επιχειρήσεις υψηλότερου ρίσκου (βάση της αποτίμησης των ομολόγων τους) θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν χρέη 430 δισ. δολ.
Το αυξημένο αυτό κόστος δεν αναμένεται να οδηγήσει σε κύμα χρεοκοπιών αντίστοιχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πιθανό είναι, όμως, οι επιχειρήσεις να περιορίσουν τις επενδυτικές δαπάνες, γεγονός που θα επιβαρύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης των οικονομιών. Το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων θα επιβαρύνει και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, κυρίως όσων έχουν στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου – κάτι που ισχύει κυρίως στις περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης (Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα). Επιβάρυνση υπάρχει βέβαια και για τα δημόσια οικονομικά: Σύμφωνα με τη Fitch οι καταβολές τόκων για κρατικά ομόλογα θα φτάσουν φέτος τα 2,3 τρισ. δολ. – καταγράφοντας αύξηση 50% σε σχέση με το 2020 για τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Η ειρωνεία είναι ότι η κατάσταση θα μπορούσε να δείχνει καλύτερη, εάν είχε ήδη γίνει… χειρότερη: Οι χρεοκοπίες τραπεζών το πρώτο εξάμηνο του έτους δημιούργησαν προσδοκίες ότι οι κεντρικές τράπεζες θα σπεύσουν να τις βοηθήσουν, εγκαινιάζοντας έναν νέο κύκλο μειώσεων επιτοκίων προτού ολοκληρωθεί το 2023. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν δείχνει πλέον πιθανό, καθώς οι οικονομίες έδειξαν να αντέχουν και οι επικεφαλείς των μεγαλύτερων τραπεζών δεν φαίνεται να βιάζονται να μειώσουν τα επιτόκια. Έτσι σταδιακά στην αγορά γίνεται αντιληπτό ότι μεγαλύτερη σημασία από το πόσο ψηλά φθάνουν τα επιτόκια έχει το για πόσο καιρό παραμένουν στα ύψη.