Ήταν πριν μερικούς μήνες που η Υψηλού Επιπέδου Επιτροπή της ΕΕ «για το μέλλον του κοινωνικού κράτους, της κοινωνικής προστασίας και της εργασίας», προεδρευόμενη από την Άννα Διαμαντοπούλου (λόγω προτέρου βίου της ως Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, το 1999-2001), αλλά και της συνεχούς δραστηριοποίησης στις soft θεματικές των ευρωπαϊκών με το ΔΙΚΤΥΟ για την Μεταρρύθμιση), έδινε στη δημοσιότητα «προτάσεις πολιτικής για την μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους» με ορίζοντα το 2030. Η εν λόγω Επιτροπή, που σχηματίσθηκε πριν δυο χρόνια προκειμένω να καλύψει το κενό συζήτησης για τις θεματικές αυτές εν όψει – μην ξεγελιόμαστε – και του φάσματος μειωμένου ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων για τις ευρωεκλογές του 2024, είχε εν πολλοίς περάσει κάτω από το ραντάρ.
Η Επιτροπή Διαμαντοπούλου προσέγγισε μείζονα ζητήματα – δημογραφική υποχώρηση, επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, αντίστοιχες επιπτώσεις της ψηφιακής μετάβασης στον εργασιακό βίο και την κοινωνική δομή, αποτύπωμα της πανδημίας και ήδη της ενεργειακής ανασφάλειας – προκειμένου να δώσει μιαν εκτεταμένη σειρά προτάσεων. Οι οποίες καλύπτουν, με τη λογική του Κοινωνικού Κράτους που (υποτίθεται…) αποτελούσε την ευρωπαϊκή «σφραγίδα» στην διεθνή σκηνή, όλη την ζωή των πολιτών: Από τη βρεφική ηλικία όπου παίζονται πολύ περισσότερα απ’ όσα συνειδητοποιούνται και μέχρι την αποχώρηση από την ενεργό δράση και μια τρίτη/τέταρτη ηλικία που και διαρκεί και έχει τις δικές της αυξημένες απαιτήσεις. Μια τέτοια «from cradle to grave» προσέγγιση που θυμίζει το ιστορικό Beveridge Report, την δημιουργία του Βρετανικού NHS που όλοι μιμήθηκαν και την συνολική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, δεν θα εντυπωσίαζε όσους έχουν συνηθίσει στην Βρυξελλιανή λογική των καλών προθέσεων και ωραίων σχεδιασμών – χωρίς αντίκρισμα. (Θυμηθείτε την διαβόητη Στρατηγική της Λισαβώνας – Μάρτιος 2010 – που είχε ως στόχο να αναδείξει την ΕΕ ως «ανταγωνιστικότερη οικονομία του κόσμου μέχρι το 2010»!).
Πλην όμως, οι προτάσεις της Επιτροπής Διαμαντοπούλου, όπως αυτές κατατέθηκαν και όπως (αντιλαμβανόμαστε) θα τεθούν σε συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο και στις προεκλογικές καμπάνιες των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2024, διαθέτουν ένα χαρακτηριστικό αρκετά σπάνιο για ευρωσχεδιασμούς: Αναγνωρίζουν – ευθέως – ότι η κοινωνική πολιτική/η εκδοχή κοινωνικού κράτους όπως προδιαγράφεται, θα έχει κόστος. Σημαντικό κόστος! Όχι, δε, μόνον αυτό αλλά ζητά/προτείνει η Επιτροπή Διαμαντοπούλου να αναζητηθούν φορολογικοί πόροι, σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου αυτή η στροφή/επαναφορά στην έννοια του Κοινωνικού Κράτους να έχει νόημα και πολιτική πειστικότητα. (Ασυνήθιστη ευθύτητα για Ευρωεπιτροπή, Υψηλού Επιπέδου ή ο,τιδήποτε…).
Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μ’ αυτό ακριβώς το φόντο, να δει κανείς την αναζήτηση από μέρους Au.D. Andry – μελετήτριας τόσο της ιστορίας του σοσιαλισμού και των συνδικαλιστικών κινημάτων στην Ευρώπη, όσο και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – του «δρόμου που [τελικά] δεν πήρε» η Κοινωνική Ευρώπη την δεκαετία του 1970. Τότε που η αριστερά, ή πάντως κάποια Ευρωπαϊκή Αριστερά, είχε βρεθεί σε πολλές χώρες της ΕΕ στο πηδάλιο. Η βαθιά βουτιά που κάνει η Au. Andry, ξεκινώντας από την «κοινωνική διάσταση» του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος – προσοχή, όχι μόνον των σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών συνιστωσών των πολιτικών συστημάτων, αλλά και των χριστιανοδημοκρατικών/συντηρητικών – και ενσωματώνοντας στην αφήγησή της πώς τα κινήματα αμφισβήτησης μετά το Μάη του ‘68 ανατροφοδότησαν τις αναζητήσεις μιας ουσιαστικότερης «Κοινωνικής Ευρώπης», δεν είναι μόνον αντικείμενο νοσταλγίας.
Αναφερόμενη στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση από την Ευρωπαϊκή Αριστερά, αναζήτηση που τερματίστηκε στην ουσία με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων/συντηρητικών προσεγγίσεων τις αρχές πλέον της δεκαετίας του ΄80 (όθεν και η αναφορά της στην «μακρά δεκαετία του 1960»…), η Andry περιγράφει ένα «παράθυρο ευκαιρίας». Ένα παράθυρο που είχε φανεί να ανοίγει τότε για ουσιαστική, αν μη ριζοσπαστική παρέμβαση στο ούτως ή άλλως καπιταλιστικό οικοδόμημα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Υπήρξε μια φάση όπου η συζήτηση περί «Κοινωνικής Ευρώπης» πήγαινε πολύ πιο πέρα από την εγκαθίδρυση ενός διχτυού ασφαλείας ή/και την νομοθέτηση καλών πρακτικών στα εργασιακά. Ήταν εκείνη μια φάση όπου είχε τεθεί στο τραπέζι η συμμετοχή των εργαζομένων στην διοίκηση των επιχειρήσεων, με τρόπο πολύ πιο ουσιαστικό από τη λογική «διαμοιρασμού της αξίας» π.χ. στην τωρινή προσέγγιση intéressement/participation κατά Μακρόν. Η ίδια η τεχνοδομή των Βρυξελλών είχε επηρεασθεί από παρόμοιες ριζοσπαστικές προσεγγίσεις, που σαφώς προσπερνούσαν τις κεϋνσιανές πρακτικές των δεκαετιών του΄60 και του΄70.
Ήδη, όμως, οι κρίσεις της δεκαετίας του ΄70 δρούσαν υπονομευτικά. Η Au. Andry κάπου θυμίζει την προσέγγιση ομάδας εργασίας της Συνομοσπονδίας Σοσιαλιστικών Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1978), σύμφωνα με την οποία: «Οι σοσιαλιστές βρίσκονται συνεπώς αντιμέτωποι με μια επιλογή. Είτε θα στηριχθούν στο κίνητρο του κέρδους, το οποίο [όμως] λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών κοινωνικών δημοκρατικών επιδιώξεων […], είτε μπορούν να αντικαταστήσουν την ιδιωτική καπιταλιστική συσσώρευση με πολύ πιο εκτεταμένο κρατικό έλεγχο (ή έλεγχο των εργαζομένων) απ’ όσο έχουν μέχρι σήμερα διανοηθεί». Η ίδια προσέγγιση, άλλωστε, επηρεαζόταν κι από την τότε ανερχόμενη κριτική κατά της κυριαρχίας των πολυεθνικών (που προς στιγμήν επιχείρησε να διερευνήσει το ενδεχόμενο να θέσει υπό ρυθμιστικό έλεγχο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα).
Δεν είναι μόνον αυτός ο «δρόμος που δεν πήρε» η Κοινωνική Ευρώπη. Τα – σημαντικά, σημαντικότατα – χρόνια της Επιτροπής Delors συνειδητά θέλησαν να χτίσουν πάνω στην έννοια αυτή. για την Andry, η εν λόγω επιλογή ήταν περισσότερο αντιστάθμισμα (αν μη στάχτη στα μάτια, αισθάνεται κανείς…) προκειμένου να μπορέσει να προωθηθεί η Ενιαία Εσωτερική Αγορά και εν συνεχεία η Οικονομική και Νομισματική Ένωση που κατέληξε στην Ευρωζώνη. Πάντως δεν ήταν μόνον η φιγούρα του Ντελόρ, αλλά και ο – χρονικά προηγηθείς κατά μια δεκαετία – Σίκκο Μάνσχολτ, ή και ο πολύ γνωστότερος Βίλλυ Μπραντ που έκλιναν προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Συνολικά «ο δρόμος που δεν πήρε» η κοινοτική Ευρώπη ήταν εκείνος του κοινωνικού: Οι κρίσεις της δεκαετίας του ΄70 αλλά και – για να είμαστε ειλικρινείς… - η αλλαγή τάσης στις ΗΠΑ, που πάντοτε οδήγησαν και την Ευρώπη, ήταν προς εντελώς άλλη κατεύθυνση. Η οποία, βαθμιαία, αποδείχθηκε αντιδιαμετρική. Η ερμηνευτική της Au. Andry, που θέλει τον δρόμο που εγκαταλείφθηκε να ανάγεται στις εσωτερικές διαιρέσεις και αμφιθυμίες της Ευρωπαϊκής (σοσιαλιστικής κυρίως) Αριστεράς, αλλά και στην αδυναμία των ηγετών της να δημιουργήσουν ευρύτερο ρεύμα στήριξης από τα συνδικάτα (της εποχής…) ή και την ευρύτερη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, οδηγεί μόνο μέχρις ενός σημείου το επιχείρημα. Μάλλον υποτιμά το βάρος που είχε – πάντα! – το γεγονός ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία μπορεί κατά καιρούς να ζυγιάστηκε αριστερότερα, πλην όμως πάντα ήταν «τόσο, όσο!», με τα επίσης ισχυρά γερμανικά συνδικάτα να οδηγούν αντίστοιχα. Στη Βρετανία, λειτούργησε περισσότερο μια Ευρωδιστακτική, αργότερα αντιΕυρωπαϊκή προσέγγιση: Οι προτεραιότητες των Βρυξελλών θεωρούνταν μάλλον ελιτίστικες…
Ενώ δε η Andry «βλέπει» το πόσο στην άνοδο της νεοφιλελεύθερης/συντηρητικής προσέγγισης έπαιξαν ρόλο οι αμερικανικές εξελίξεις, δεν αναγνωρίζει την αντίστοιχη επιρροή της ακαδημαϊκής (κι από δίπλα της μηντιακής) αλλαγής ρεύματος που εκδηλώθηκε παράλληλα.
[Εδώ μια ελαφρώς νοσταλγική παρατήρηση. Στα χρόνια της μακράς δεκαετίας τού 70, στην Ελλάδα μορφοποιούνταν οι απόψεις του ΠΑΣΟΚ. Όταν όμως το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε και «εγκαταστάθηκε» στην εξουσία – ας πούμε μετά το 1983 – το ρεύμα εκείνο είχε σαφώς αλλάξει Ο δρόμος δεν είχε ακολουθηθεί Το παράθυρο είχε κλείσει. Έτσι μας προέκυψε η αναντιστοιχία πολιτικού λόγου, πολιτικού σχεδιασμού και πολιτικής πρακτικής της περιόδου 1981-89]
Επειδή ο λόγος για «παράθυρο ευκαιρίας»: Αν η αναζήτηση Κοινωνικής Ευρώπης στην εποχή Μάνσχολτ-Μιττεράν-Μπραντ-Ντελόρ είχε οικονομική/κοινωνική ρίζα, δεν έπαυε να προσπαθεί να «φιλοξενήσει» και άλλες – τότε ριζοσπαστικές – προσεγγίσεις. Παράδειγμα, η λογική της Λέσχης της Ρώμης, που έθετε υπό αμφισβήτηση την αναπτυξιακή υπερπροσδοκία της εποχής, επισημαίνοντας το πεπερασμένο των πόρων. Σήμερα, σ’ ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό βέβαια, τα οικολογικά αδιέξοδα, διπλά στην βιωμένη ενεργειακή κρίση αλλά και την απειλητικά ανερχόμενη ανισότητα (με ό,τι φέρνει σε υπορρέουσα κοινωνική εκρηκτικότητα), ίσως ανοίγουν ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας. Ίσως δείχνουν προς ένα νέο δρόμο που θα ’ταν άσοφο να αγνοηθεί. Και τούτο τη στιγμή που και η κρατική παρέμβαση και η δημοσιονομική χαλάρωση επανήλθαν στην πρώτη γραμμή, αρχικά μετά την πανδημία και εν συνεχεία μετά την ενεργειακή κρίση: Η παγκοσμιοποίηση σε αποδρομή, η νεοφιλελεύθερη βουλγκάτα σε αιδήμονα σίγαση…
Φυσικά, αναζητείται και πάλι μια Ευρωπαϊκή Αριστερά – με οποιεσδήποτε συνιστώσες – σε αναζήτηση του κοινωνικού ξαναθυμηθείτε το, αυτό, στις Ευρωεκλογές 2024.