ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η απασχόληση του εργαζομένου σε περισσότερους εργοδότες είναι ζήτημα συμβατικής ελευθερίας;

Ο χρόνος εργασίας έχει  σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές επιπτώσεις, πράγμα που δικαιολογεί την αντίληψη του 8ώρου ως κομβικού στοιχείου του εργατικού δικαίου.

Πριν απ’ όλα, ο χρόνος εργασίας αντανακλάται στην αμοιβή της εργασίας, καθορίζοντας, και με τον τρόπο αυτό, τη συμμετοχή των εργαζομένων στο προϊόν της. Η αμοιβή π.χ. του, επί πλέον του κανονικού, χρόνου εργασίας (υπερωρίας) συχνά καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το εισόδημα των εργαζομένων και αντίστοιχα το κόστος παραγωγής.

Η οργάνωση, ομοίως, του χρόνου εργασίας έχει επιπτώσεις και στην εν γένει κοινωνική ζωή. Αυτή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την οργάνωση της ιδιωτικής σφαίρας των εργαζομένων. Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή των εργαζομένων συναρτάται άμεσα με το χρόνο εργασίας: η επιβολή υπερβολικών ωραρίων, η ευελιξία του χρόνου εργασίας, ο καθορισμός του χρόνου εργασίας με άτακτο τρόπο, δεν μπορεί παρά να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οργάνωση της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων.

Ακριβώς για το λόγο αυτό, θεωρείται ότι τα ζητήματα του χρόνου εργασίας, από πλευράς  και ενωσιακού και εθνικού εργατικού δικαίου,  δεν αφορούν μόνο το ζήτημα της αμοιβής, αλλά συνδέονται ειδικότερα και με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Έτσι, οι διατάξεις για το χρόνο εργασίας θεωρούνται ως δημοσίας τάξεως, δηλαδή  δεν μπορούν να μην τηρούνται, ακόμη και αν συμφωνούν οι ενδιαφερόμενοι, εργοδότες και εργαζόμενοι. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί  οφείλουν, και σε αυτές τις περιπτώσεις, να παρεμβαίνουν, επιβάλλοντας μάλιστα τις προβλεπόμενες κυρώσεις.

Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις για  τη μη υπέρβαση του νομίμου ωραρίου (8 ώρες στο εξαήμερο ή 9 ώρες στο πενθήμερο), όπως και οι ρυθμίσεις για το αντίστοιχο ζήτημα της τήρησης της υποχρεωτικής συνεχούς ημερήσιας ανάπαυσης των  12 ωρών, δεν μπορούν να παραβιάζονται, ακόμη και αν ο εργοδότης καταβάλλει επιπλέον αμοιβή, ακόμη και αν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη στη σύμβαση εργασίας .

Τα παραπάνω ισχύουν και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος απασχολείται σε περισσότερους του ενός  εργοδότες. Το άθροισμα των ωρών απασχόλησης στους διαφορετικούς εργοδότες δεν μπορεί να υπερβαίνει το νόμιμο ημερήσιο ωράριο. Συνεπώς, το να προβλέπεται στο νόμο   ότι  κάποιος εργοδότης δεν μπορεί να επιβάλλει απαγόρευση απασχόλησης σε δεύτερο εργοδότη,  αφορά αποκλειστικά την περίπτωση της μερικής απασχόλησης (π.χ. τετράωρο). Τότε, πράγματι,  ο πρώτος (αρχικός) εργοδότης δεν μπορεί να καταδικάζει τον εργαζόμενο στην υποαπασχόληση και στην υποαμοιβή,  υπό την προϋπόθεση, όμως,  πάντοτε ότι συνολικά δεν υπάρχει υπέρβαση του νομίμου ωραρίου.

Τα παραπάνω ζητήματα έρχονται με ένταση στην επιφάνεια στις μέρες μας,  και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, καθώς πολλοί εργοδότες επιθυμούν να επιβάλλουν απαγόρευση δεύτερης απασχόλησης ακόμη  και στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης.

Ακόμη, δηλαδή, και αν δεν πρόκειται συνολικά για υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου Και αυτό για να βρίσκεται ο εργαζόμενος, μη έχοντας αναλάβει άλλες υποχρεώσεις, σε κατάσταση ετοιμότητας  ανά πάσα στιγμή, στη διάθεση του αρχικού εργοδότη ώστε να προσφέρεται να προσφέρει πρόσθετη εργασία, όποτε αυτή κρίνεται από αυτόν (τον εργοδότη) αναγκαία.

Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν κρίνεται νόμιμο, καθώς προσφέρει μια ανεπιθύμητη ελαστικότητα στην εργασιακή σχέση και είναι αντίθετο προς την επαγγελματική ελευθερία. Και εν προκειμένω μια νέα ρύθμιση, η οποία θα υπογραμμίζει τα παραπάνω, μόνο υπό τις προαναφερθείσες  διασαφηνίσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευπρόσδεκτη. Αυτό ακριβώς είναι και το πνεύμα της ενωσιακής νομοθεσίας την οποία η χώρα μας οφείλει στο σημείο αυτό να ενσωματώσει, δηλαδή η προστασία της επαγγελματικής ελευθερίας σε συνδυασμό με την προστασία της υγείας και της ασφάλειας.         

*Ο Κώστας Παπαδημητρίου είναι Ομ. καθηγητής Εργατικού Δικαίου Νομικής Αθηνών. 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!