Συνέντευξη στην Ελένη Σπυρίδη
Ερώτηση: Οι χώρες της Μεσογείου βρίσκονται αυτό το δύσκολο καλοκαίρι στο επίκεντρο μιας ευρείας δημόσιας συζήτησης για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Με βάση τις εκτιμήσεις των επιστημόνων, απαιτείται κοινή δράση εδώ και τώρα. Θεωρείτε ότι οι ηγεσίες παίρνουν στα σοβαρά την κατάσταση ή περιορίζονται σε ευχολόγια;
Απάντηση: Δυστυχώς τα ευχολόγια υπερτερούν της ουσιαστικής δράσης και της αποδοχής της σοβαρότητας της κατάστασης. Οι κυβερνήσεις -αλλά και πολλοί πολίτες- έχουν αποδεχτεί ότι το κλίμα αλλάζει προς μια διαφορετική από την έως τώρα κατάσταση και αναπτύσσουν λογικές διαχείρισης του προβλήματος παρά επίλυσής του.
Αυτό, φυσικά συμβαίνει, καθώς οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν θα επηρεάσουν σημαντικότατα την καθημερινότητα όλων και θα πλήξουν σαφώς τη γενική οικονομική δραστηριότητα. Πόσο εύκολο είναι μια κυβέρνηση να αποφασίσει να αλλάξει ριζικά το μοντέλο λειτουργίας του κράτους της, πηγαίνοντας κόντρα στα όσα συμφέροντα -καλώς και κακώς εννοούμενα- προσπαθεί να εξυπηρετήσει; Προφανώς και χρειάζεται κοινή δράση εδώ και τώρα, αλλά στην πραγματικότητα χρειαζόταν κοινή και ουσιαστική δράση εδώ και χρόνια. Αλλά, λέμε πάλι τα ίδια και τα ίδια και δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας.
Ερώτηση; Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα μέτρα που επιβάλλεται να υιοθετηθούν άμεσα;
Απάντηση: Για τι απ’ όλα; Για την κλιματική αλλαγή/κρίση; Για τις επιπτώσεις της; Ενώ μπορούμε να μιλήσουμε για το εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, π.χ. μείωση των εκπομπών αερίων των θερμοκηπίου στην Ελλάδα ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα αλλάξει κάτι αν δεν υπάρξει συντονισμένη παγκόσμια δράση. Δυστυχώς αυτό μας οδηγεί σε δυσοίωνες προβλέψεις. Για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής χρειάζεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και πολιτική για κάθε μία από αυτές, π.χ. πυρκαγιές, άνοδος της στάθμης και της θερμοκρασίας των θαλασσών, άνοδος της θερμοκρασίας στις πόλεις που ζούμε.
Εδώ να σημειώσουμε για ακόμη μια φορά, ότι όλα αυτά τα φαινόμενα μπορεί να συνέβαιναν και από μόνα τους σε χιλιάδες χρόνια, αλλά είναι δεδομένο ότι η ανθρωπογενής δραστηριότητα τα επιταχύνει εκθετικά. Για να απαντήσω κάπως στην ερώτησή σας, πιστεύω ότι χρειάζεται ένας συνολικός και ολοκληρωμένος σχεδιασμός με αλλαγή της βάσης όλων των επιμέρους πολιτικών προς μια φιλική προς το περιβάλλον και το κλίμα κατεύθυνση. Και άμεση εφαρμογή των όσων υιοθετηθούν. Δεν είναι το μεγάλο μας πρόβλημα η υιοθέτηση, είναι η εφαρμογή.
Ερώτηση: Αν οι φετινές καιρικές συνθήκες, κατά κάποιο τρόπο παγιωθούν, ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τον πυρήνα της οικονομίας, επηρεάζοντας από τον τουρισμό μέχρι την γεωργία και την κτηνοτροφία. Μακρινό σενάριο ή ορατός κίνδυνος;
Απάντηση: Ορατός κίνδυνος. Το ίδιο νομίζω θα σας απαντούσε και όποια ή όποιος άλλος επιστήμονας δέκα χρόνια πριν. Η επιστήμη είναι εξαιρετικά εξελιγμένη ώστε να μας δίνει την εικόνα του μέλλοντος. Δεν μπορεί να πιστεύουμε ala carte στην επιστήμη, π.χ. για τη θεραπεία ασθενειών, αλλά όταν έρχεται για το κλίμα να εθελοτυφλούμε γιατί δεν μας συμφέρει ή δεν μας επηρεάζει άμεσα.
Μπορεί τα αποτελέσματα των καιρικών συνθηκών να μην έχουν επιπτώσεις αύριο, αλλά έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και είναι πια αδύνατον να τα αγνοήσουμε. Και οι κυβερνήσεις έχουν αποφασίσει να διαχειρίζονται, όπως προανέφερα, αυτά τα αποτελέσματα ανά περίπτωση και όχι συνολικά. Η οικονομία και όλοι της οι τομείς βασίζονται στη χρήση των φυσικών πόρων. Εάν αυτοί συνεχίσουν να μειώνονται και η χρήση τους να καθίσταται επιβλαβής, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που έχουμε μάθει να ζούμε και να προχωρήσουμε σε μια νέα συνθήκη.
Δεν είναι εύκολο, βέβαια, αυτό, καθώς -πάλι- το σύστημα μας είναι δομημένο στην έννοια του growth και όχι του development. Στα ελληνικά και οι δύο όροι μεταφράζονται ως ανάπτυξη. Ο πρώτος όμως έχει στο επίκεντρό του το κέρδος, σε όλες του τις εκφάνσεις, ενώ ο δεύτερος έχει στο επίκεντρό του την εξέλιξη. Δυστυχώς, πολλές φορές και ο δεύτερος ταυτίζεται με τον πρώτο.
Ερώτηση: Οι διαδοχικοί καύσωνες του Ιουλίου σε συνδυασμό με τις πυρκαγιές σε τουριστικούς προορισμούς, πυροδότησαν μπαράζ δημοσιευμάτων για «το τέλος του μεσογειακού καλοκαιριού». Φαίνεται να διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης Βορά-Νότου με φόντο τις διακοπές των Ευρωπαίων. Μήπως τελικά οι βάσιμες ανησυχίες για το κλίμα, αντί να απαντηθούν με κοινό σχεδιασμό, γίνονται αντικείμενο πολιτικών σκοπιμοτήτων;
Απάντηση: Κάθε συνθήκη εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Η πολιτική δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς. Σε εμάς ως πολίτες απευθύνεται ως πράξη και πρακτική και εμάς οφείλει πρωτίστως να εξυπηρετεί . Προφανώς, το κάθε κράτος που θέλει να προστατέψει τους πολίτες του, δεν θα τους προτείνει να πάνε για διακοπές σ’ ένα μέρος που καίγεται. Το πρόβλημα εδώ, για άλλη μια φορά, είναι η πολιτική βούληση: πολύ πιο εύκολα ανακοινώνει η όποια κυβέρνηση πού να μην πάνε οι πολίτες της για διακοπές -είναι και η πιο φτηνή λύση-παρά προσπαθεί να επιλύσει ένα πρόβλημα, στοχεύοντας στις γενεσιουργούς αιτίες του, δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για την πρόληψή του. Κατά τ’ άλλα, με τα καλά τους και τα κακά τους, τα υπερεθνικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να συντονίσουν έναν κοινό σχεδιασμό, αλλά κι αυτός βρίσκει πολλά εμπόδια, συχνά και από τα ίδια τα κράτη-μέλη της Ένωσης.
Ερώτηση: Ποιες πρωτοβουλίες πρέπει να λάβει κατά τη γνώμη σας η Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο;
Απάντηση: Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το πιο ανεπτυγμένο σύστημα αντιμετώπισης των αιτιών της κλιματικής αλλαγής παγκοσμίως. Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλει να κάνει τρία πράγματα. Πρώτον, να υποστηρίζει την υιοθέτηση πολιτικών που βοηθούν στην καταπολέμηση του προβλήματος και που διαμορφώνονται βάσει επιστημονικών δεδομένων και όχι πολιτικών σκοπιμοτήτων. Δεύτερον, να προτείνει λύσεις που να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητές της. Η Ένωση συχνά λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των κρατών-μελών της και προσαρμόζει τις πολιτικές της. (Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει πολύ καλή προετοιμασία από τη μεριά της Ελλάδας, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ισχυρή πολιτική βούληση για ουσιαστική ενασχόληση με την κλιματική αλλαγή). Τρίτον, και κυριότερο, να εφαρμόζει τις ευρωπαϊκές κλιματικές πολιτικές απαρεγκλίτως. Μόνο τότε μπορεί να αυξήσει την αντοχή της στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, αλλά ακόμη και τη διαπραγματευτική της δύναμη στο ευρωπαϊκό σύστημα.
Σχετικά με το διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα θα μπορούσε αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών. Δύο από αυτές είναι οι σημαντικότερες, ή είναι – έστω- εφικτές. Πρώτον, θα πρέπει να υποστηρίζει σε διπλωματικό επίπεδο τις ευρωπαϊκές θέσεις, που άλλωστε συνδιαμορφώνει. Είναι δεδομένο πως όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ως ένας ενιαίος δρων πετυχαίνει περισσότερα, παρά όταν η «διπλωματική φωνή» της είναι διασπασμένη, και αυτό συμφέρει την Ελλάδα.
Ξανά, με τα καλά της και τα κακά της, η Ένωση είναι σχεδόν η μόνη οντότητα που προσπαθεί να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο ότι χρειάζεται άμεση ανάληψη δράσης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Δεύτερον, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποκτήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε επίπεδο Μεσογείου. Ενώ γίνονται ορισμένες προσπάθειες συνδιαμόρφωσης κοινών πολιτικών με άλλα κράτη της Μεσογείου, π.χ., το South EU Summit που συμμετέχουν τα Μεσογειακά κράτη-μέλη της Ένωσης, η κλιματική αλλαγή δεν μοιάζει να είναι ένα από τα φλέγοντα ζητήματα για τα οποία υπάρχει η διάθεση για δράση, ενώ σχεδόν πάντα βρίσκεται πρώτο στην ημερήσια διάταξη. Επανερχόμαστε πάλι, δυστυχώς, δηλαδή, στην πολιτική βούληση για την εφαρμογή των μέτρων που υιοθετούνται.
Ερώτηση: Bλέπουμε φτωχές χώρες να δοκιμάζονται ήδη σκληρά από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, χωρίς οι ίδιες να ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή. Μπορεί και η Ελλάδα να βρεθεί δυνητικά στην πλευρά των μεγάλων χαμένων;
Απάντηση: Δεν είναι μόνο οι φτωχές οι χώρες. Ο Ευρωπαϊκός νότος, π.χ., δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί φτωχός εάν τον συγκρίνουμε με τον υπόλοιπο κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, πλήττεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ένα φαινόμενο για το οποίο έχει σχετικά μικρό μερίδιο άμεσης ευθύνης. Η Ελλάδα, λ.χ., ενώ κατά κεφαλήν λίγο έχει συμβάλλει στην επιδείνωση της κατάστασης, με το να είναι μέρος της λεγόμενης Δύσης, συμμετέχει σ’ ένα σύστημα που επιβαρύνει το σύνολο του πλανήτη.
Φυσικά, οι αναπτυσσόμενες χώρες επηρεάζονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που εντείνονται λόγω της αλλαγής του κλίματος, όμως αυτό οφείλεται αρκετά και στην ανεπάρκεια των πόρων και των μέσων αντιμετώπισης και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Όσον αφορά τους μεγάλους χαμένους, η Ελλάδα μάλλον βρίσκεται ήδη σε αυτούς, καθώς η Μεσόγειος αποτελεί hotspot της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις να εκφράζονται συχνότερα και με μεγαλύτερη ένταση. Το θέμα εδώ είναι αν οι πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, στις οποίες ανήκουμε, μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα από άλλες τα ακραία καιρικά φαινόμενα ή θα παραμένουν αδρανείς και θεατές σε μια χιλιο-προειδοποιημένη καταστροφή.