Τα δράματα διαδοχής κόβουν, συνήθως, πολλά εισιτήρια στο box office του πολιτικού θεάματος. Θυμηθείτε το μέγα δράμα της μάχης Σημίτη – Άκη για την διαδοχή του Ανδρέα που κράτησε την χώρα άγρυπνη και τις τηλεοράσεις άσβεστες το καλοκαίρι του 96. Αλλά και τα χαμηλότερης έντασης δράματα διαδοχής στα κόμματα εξουσίας (η ΝΔ μόνη της έχει ζήσει οκτώ σε 35 χρόνια!) κρατούσαν πάντα το φιλοθεάμον κοινό καρφωμένο στις καρέκλες του. Κάτι παραπάνω: Η εκλογή νέου ηγέτη έδινε πάντα στο κόμμα μια επικοινωνιακή και πολιτική ώθηση. Ένας μήνας του μέλιτος περίμενε πάντα τον κάθε νέο αρχηγό- άλλο αν αυτός μπορούσε πάντα να τον αξιοποιήσει για να κεφαλαιοποιήσει τα πολιτικά του κέρδη πριν η περίοδος χάριτος εκπνεύσει.
Συνέβη και στον ΣΥΡΙΖΑ τον ίδιο. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας- που είχε ήδη επιδείξει ένα απροσδόκητο «γκελ», ένα “star quality” που θα έλεγαν και στο εν απεργία Hollywood, στις δημοτικές εκλογές του 2006 – κέρδισε την μάχη διαδοχής του Αλέκου Αλαβάνου τον Φεβρουάριο του 2008, μια ξαφνική άνοιξη άνθισε στις δημοσκοπήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ που στις εκλογές είχε περάσει μετά βίας το 5% βρέθηκε να φλερτάρει με τριπλασιασμό της απήχησής του. Σε μια έρευνα της MRB, για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2008, έξι μόλις μήνες μετά τις εκλογές και δύο μήνες μετά την εκλογή Τσίπρα, η πρόθεση ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ μετρήθηκε στο 16,2%, με εισροές το 6% όσων είχαν ψηφίσει ΝΔ και το 16% όσων είχαν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ. Και ο ίδιος ο Τσίπρας εμφανιζόταν ως ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός (με 50,2% έναντι 49,4% του πρωθυπουργού τότε Καραμανλή).
Η δημοσκοπική αυτή άνοιξη δεν κράτησε πολύ. Η γοητεία του ΣΥΡΙΖΑ σε ευρύτερα, πέραν των αριστερών του οχυρώσεων, ακροατήρια είχε αρχίσει να εξατμίζεται πριν καεί οριστικά στις οδομαχίες που ακολούθησαν την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Στις πρώτες δύο εκλογικές μάχες του Αλέξη Τσίπρα, στις ευρωεκλογές και τις πρόωρες εθνικές εκλογές του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε κάτω από τον πήχη του αποτελέσματος του 2007. Ο μήνας του μέλιτος είχε περάσει και το άστρο είχε θαμπώσει. Αλλά εκείνη η δημοσκοπική άνοιξη του 2008 ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι υπάρχει ένα δυνητικό ακροατήριο εκεί έξω για μια άλλη εκδοχή Αριστεράς- που θα έμενε ίσως για πάντα εν υπνώσει, αν δεν μεσολαβούσε η καταιγίδα της χρεοκοπίας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το θέμα, για την ώρα, είναι πως η νέα μάχη διαδοχής στον ΣΥΡΙΖΑ, 15 ολόκληρα χρόνια μετά την προηγούμενη, διατρέχει τον θανάσιμο κίνδυνο να περάσει εντελώς απαρατήρητη. Μετά από έξι κουραστικούς (και όχι ιδιαίτερα συναρπαστικούς) προεκλογικούς μήνες και μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, οι αψιμαχίες των επίδοξων κληρονόμων δύσκολα θα κέρδιζαν, έτσι κι αλλιώς, το ενδιαφέρον των εκτός των τειχών. Αλλά το πρόβλημα επιτείνει ένα ανομολόγητο αίσθημα ματαιότητας, ως εάν το ρεύμα να είναι μη αναστρέψιμο. Το γεγονός ότι η αναπάντεχη έκταση της ήττας στις εκλογές του Μαΐου δεν προκάλεσε καμιά αντίδραση, δεν ξύπνησε κανένα ανακλαστικό συσπείρωσης, δεν ερέθισε κάποιο «πατριωτικό» αίσθημα που θα έκανε παλιούς πιστούς να επιστρέψουν για να μην αφήσουν το πολιτικό τους σπίτι να ρημάξει, αντίθετα έδιωξε άλλους 250.000 ψηφοφόρους από το σπίτι, ήταν ίσως η πιο σημαντική και η πιο απαισιόδοξη για τον ΣΥΡΙΖΑ διάσταση ενός, έτσι κι αλλιώς συντριπτικού, καταστροφικού αποτελέσματος. Φορτώνει μια βαριά υποθήκη σε όποιαν ή όποιον αναλάβει την κληρονομιά- χωρίς καν το παραδοσιακό δώρο μιας περιόδου χάριτος.
Θα παραμένει, λοιπόν, δηλητηριώδες και αναπάντητο, παρκαρισμένο μέχρι την εκλογική διαδικασία του Σεπτεμβρίου κάτω από κάποια ομπρέλα, προστατευμένο από τον θερινό καύσωνα, αλλά και από το ζωογόνο ενδιαφέρον των πολιτών, το ερώτημα: Υπάρχει ζωή, για τον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τον Αλέξη;
Ας μην βιαστεί κανείς να προεξοφλήσει την αρνητική απάντηση. Ή τουλάχιστον ας μην παραβλέψει κανείς την ευκαιρία που προσφέρει στους διαδόχους του η αποχώρηση του Τσίπρα από την σκηνή. Η απουσία του αφαιρεί από τον ΣΥΡΙΖΑ κάτι σε επικοινωνιακή ευκολία, προσωπικότητα και πολιτική νομιμοποίηση δια του χαρίσματος. Αλλά του δίνει μια ευκαιρία ανάταξης.
Ο Αλέξης ήταν βέβαια ο άνθρωπος που δάνεισε το άστρο του σ’ ένα κάποτε μικρό κόμμα και το ανέδειξε σε κόμμα εξουσίας (με τίμημα, βέβαια, την μετατροπή του σε κάτι σαν μονοπρόσωπο οργανισμό). Αλλά ήταν επίσης ο άνθρωπος που συμβόλιζε και υπενθύμιζε το προπατορικό αμάρτημα του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας. Την συνάντησή του, δηλαδή, με- και την μόλυνσή του από τα ρεύματα του νέο-αυριανισμού και του ανορθολογικού, συνομωσιολογικού λαϊκισμού, που είχαν πολλαπλασιαστεί στο (ιστορικά αφιλόξενο για τέτοιες τάσεις) σώμα της Αριστεράς πολύ πριν το κυβερνητικό συνεταιρισμό με τους par excellence εκπροσώπους του αυθεντικού, ακροδεξιού λαϊκισμού. Χωρίς τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, ίσως, μια ευκαιρία αποτοξίνωσης από τις τοξικές ουσίες που λειτούργησαν ως αναβολικά στην ορμητική πορεία του προς την εξουσία και, σε μεγάλο βαθμό, και κατά την άσκηση της εξουσίας. Ο ίδιος ο Τσίπρας, ακόμη κι αν το καταλάβαινε ή, με μισή καρδιά, το επιδίωκε, ήταν αδύνατο να ολοκληρώσει μια τέτοια αποτοξίνωση. Οι διάδοχοί του- εκείνοι τουλάχιστον που τα ονόματά τους έχουν επισήμως ανακοινωθεί όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Τσακαλώτος ή η Αχτσιόγλου- σχετικά αμόλυντοι οι ίδιοι, θα μπορούσαν να το φέρουν εις πέρας. Είθε.