Το πρώτο τρίμηνο του 2023, η ανεργία στην Ελλάδα έπεσε στο 11.3%, με ταυτόχρονη μικρή αύξηση των απασχολουμένων, και την οικονομία να μεγεθύνεται μόλις 2.1%. Στην ευρωζώνη έφτασε το ιστορικό χαμηλό των 6.5% με ανάπτυξη 1.8%. Και στις ΗΠΑ βρίσκεται στο 3.6% , αλλά με την οικονομία να τρέχει με 3.5% ετησίως. Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε πτωτική πορεία, γύρω στο 6% στην Ελλάδα, στο 7% στη ευρωζώνη και στο 5.5% στη Αμερική.
Η ουσιαστική μείωση της ανεργίας, ενώ η ανάπτυξη είναι περιορισμένη, σηματοδοτεί μείωση της παραγωγικότητας, η οποία αν αποδειχθεί συστηματική θα υπονομεύσει την αποδοτικότητα των μελλοντικών επενδύσεων. Σε συνδυασμό με τα υψηλά επιτόκια, λόγω του πληθωρισμού, η χαμηλή παραγωγικότητα μπορεί να περιορίσει σημαντικά το δυναμικό της μελλοντικής οικονομικής μεγέθυνσης, υπονομεύοντας τις προοπτικές των ευρωπαϊκών οικονομίων.
Τέσσερεις εμφανίζονται να είναι οι αθροιστικές αίτιες του φαινομένου.
Πρώτον, στην διάρκεια της πανδημίας μετατοπίσθηκαν οι εργασιακές συνθήκες προς ευέλικτα και μειωμένα ωράρια, ενώ μετά από αυτήν εμφανίσθηκε το φαινόμενο της απομάκρυνσης από την απασχόληση (great resignation). Αυτές οι συμπεριφορικές αλλαγές μείωσαν την προσφορά εργασίας και δεν είναι πιθανόν να υποχωρήσουν σύντομα.
Δεύτερον, υπάρχουν ενδείξεις ότι αρκετές επιχειρήσεις, αντιλαμβανόμενες την στενότητα της αγοράς, προσλαμβάνουν ταχύτερα από τις σημερινές ανάγκες τους ώστε να μην έχουν ελλείψεις όταν η οικονομία επιταχύνει.
Τρίτον, η ζήτηση ανθρώπινου δυναμικού από τον δημόσιο τομέα γενικά και ειδικότερα για τις «μαλακές» υποδομές (υγεία, εκπαίδευση) , αλλά και από εποχικές δραστηριότητες όπως οι μεταφορές και ο τουρισμός, έχει αυξηθεί.
Τέλος, υπάρχουν ελλείψεις δεξιοτήτων σε διάφορους κλάδους, οι οποίες απορροφούν τάχιστα κάθε διαθέσιμη προσφορά.
Η σφιχτή αγορά εργασίας αυξάνει το μοναδιαίο κόστος εργασίας το οποίο, επειδή οι αμοιβές μεταβάλλονται αργά, μπορεί παραμείνει σχετικά υψηλό για μεγάλη περίοδο. Η μειωμένη παραγωγικότητα της εργασίας θα ανακάμψει με επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, που καθυστερούν από την συνέχιση της πολιτικής υψηλών επιτοκίων, και προσαρμογή των εργασιακών όρων. Για να μην γίνουν αντιληπτές ως απλές πληθωριστικές πιέσεις οι νέες αυτές συνθήκες, και οδηγήσουν σε λάθος παρεμβάσεις, χρειάζεται καλλίτερη κατανόηση των παραμέτρων και των δυναμικών που επηρεάζουν την απασχόληση,.
Μιλώντας αδρά για την Ελλάδα, τρεις είναι οι μεσοπρόθεσμες κατευθύνσεις. Συστηματική ενίσχυση της προσφοράς δεξιοτήτων που βρίσκονται σε μόνιμη έλλειψη για το πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης που θέλει να ακολουθήσει η χώρα. Γρήγορη και σαφής αναβάθμιση των «μαλακών» υποδομών, από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού, και εξάπλωση της ψηφιοποίησης των λειτουργιών του δημόσιου τομέα για να χαλαρώσει κάπως την αγορά εργασίας. Και σταδιακή μείωση των επιτοκίων από την ECB, μαζί με ειδικά προγράμματα για στοχευμένες επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα επιταχύνουν τις επενδύσεις αυξημένης παραγωγικότητας.
Είναι φανερό ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται λίγο πληθωρισμό πάνω από το 2% για ένα διάστημα, προκειμένου να διαχειρισθεί χωρίς υπερβολικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος την στενότητα της αγοράς εργασίας και να επιταχύνει την ροή των επενδύσεων, ώστε να ωριμάσει έτσι το καινούριο της αναπτυξιακό πρότυπο. Χωρίς αυτόν τον χώρο, η ελλειμματική διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων μπορεί να οδηγήσει σε λάθος επιλογές πολιτικών και να την σπρώξει πίσω στην στασιμότητα της δεκαετίας του 2010.
Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων