Ακολουθώντας τα λυσάρια της επικοινωνίας, τα στελέχη της κυβέρνησης θα επαναλαμβάνουν στις προγραμματικές δηλώσεις τα κλισέ ότι «αντίπαλος είναι τα προβλήματα» και ότι το νέο κυβερνητικό σχήμα «δεν έχει περίοδο χάριτος». Και γιατί να έχει άλλωστε, αφού -με δεδομένη την έκταση της εκλογικής νίκης- η συγκρότησή του μοιάζει περισσότερο με ανασχηματισμό παρά με έναρξη θητείας.
Νέα περίοδος δεν αρχίζει, υπάρχει όμως μια εντελώς νέα κατάσταση. Και το βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι η κυβέρνηση σήμερα έχει κατακτήσει ένα προνόμιο που δεν είχε καμία άλλη στη μεταπολίτευση. Η ΝΔ αύξησε το ποσοστό της μετά από μια τετραετία στην εξουσία (κάτι που πέτυχε μόνο το ΠΑΣΟΚ το 2000) και, ταυτόχρονα, η αντιπολίτευση βγαίνει από την κάλπη συρρικνωμένη και αδύναμη - τα τρία επόμενα κόμματα αθροίζουν λιγότερες ψήφους από το πρώτο, κάτι πρωτοφανές στα ελληνικά πολιτικά χρονικά και σπάνιο και σε (δυτικο)ευρωπαϊκή κλίμακα.
Σε αυτό το απροσδόκητο πολιτικό πλαίσιο, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει χρονικό ορίζοντα. Δεν υπάρχει δηλαδή ορατότητα όχι για μια πιθανή απώλεια της εξουσίας, αλλά ούτε καν για το πρόσωπο ή τον πολιτικό σχηματισμό που θα μπορούσε προοπτικά να αμφισβητήσει τον απόλυτο χαρακτήρα της κυριαρχίας της. Όσο κι αν ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται και η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος είναι πολύ πιο ρευστή από ό,τι παλιότερα, μια διαφορά πάνω από τις 20 μονάδες δεν είναι ανατρέψιμη μέσα σε τέσσερα χρόνια. Χωρίς κάποιο μείζον εξωτερικό γεγονός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι ο πρώτος πρωθυπουργός στην Ελλάδα που θα κερδίσει τρεις διαδοχικές εκλογές και την εντολή για τρεις πλήρεις θητείες.
Η κυριαρχία έχει αντίκτυπο. Πρώτα από όλα, είναι ένα ανοιχτό χαρτί. Την ξέρουν όλοι και την συνυπολογίζουν όλοι στη συμπεριφορά τους απέναντι στον κυρίαρχο - όχι μόνο μέσα στη χώρα, αλλά και στο εξωτερικό. Η αντιπολίτευση για τις κυβερνήσεις αποτελεί μια διαρκή ενόχληση, μπορεί όμως να λειτουργεί και ως ασπίδα σε πιέσεις. Η συγκυρία είναι τέτοια που υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο κ. Μητσοτάκης να κληθεί να πάρει μείζονες αποφάσεις σε θέματα που αποτελούν ταμπού - για παράδειγμα στο ζήτημα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης για την επίλυση μακροχρόνιων εκκρεμοτήτων, με πολιτικό κόστος. Με το σημερινό πολιτικό κεφάλαιο, δεν θα μπορεί να επικαλεστεί κίνδυνο εσωτερικών παρενεργειών, εάν θελήσει να αποκρούσει εξωτερικές προτροπές.
Δεύτερον, στη θετική πλευρά των πραγμάτων, οι κυβερνήσεις που επανεκλέγονταν, παραδοσιακά έπεφταν θύμα της «κατάρας» της δεύτερης τετραετίας. Δεν υπάρχει κάποιο μεταπολιτευτικό προηγούμενο πρωθυπουργού που η δεύτερη θητεία του να μην υστερεί -κάποτε δραματικά- στη σύγκριση με την πρώτη. Η εμπειρία στη διακυβέρνηση δεν υποκαθιστά την απώλεια της αρχικής ορμής, τη φθορά, την εγκατάσταση συστημάτων εξουσίας και, προπάντων, την αίσθηση του επερχόμενου τέλους. Η κρατούσα έως τώρα εντύπωση ότι μια οκταετία είναι το μέγιστο διάστημα πριν από την αναπόφευκτη πτώση δημιουργούσε πολιτικά δεδομένα: Υπουργοί και στελέχη στις δεύτερες τετραετίες ασχολούνταν κυρίως με την προσωπική τους πολιτική επιβίωση την επόμενη μέρα, με την προεργασία της διαδοχής και όχι σπάνια με τη δημιουργία κεφαλαίου (συχνά κυριολεκτικά), ενώ οι ψηφοφόροι και οι παράγοντες επιρροής μετακινούνταν και έπαιρναν θέσεις για την επόμενη μέρα. Το αποτέλεσμα ήταν απολύτως παραλυτικό, αν όχι για τους μεγάλους πολιτικούς στόχους, σίγουρα για την καθημερινή διακυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εγκαινιάζει τη δεύτερη τετραετία του απαλλαγμένος από τέτοια άγχη - ουσιαστικά ξεκινά μια «πρώτη» τετραετία έχοντας ήδη την προσωπική εμπειρία και τις αποτιμήσεις από όσα μεσολάβησαν από το 2019.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα έρχεται από έξω. Οι διεθνείς παράγοντες πάντοτε υπολογίζουν περισσότερο τους ηγέτες με μακρόχρονη παρουσία σε θέσεις εξουσίας. Επίσης, εκτιμούν όσους έχουν προοπτική παραμονής στην εξουσία και μετά τις, οποιεσδήποτε, επόμενες εκλογές. Τέλος, είναι ευνοϊκοί για τον κ. Μητσοτάκη οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί, καθώς τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υποχωρούν γενικά, ενώ ο κεντρώος (τύπου Μακρόν) και κεντροδεξιός χώρος χρειάζεται -και θα στηρίξει- παραδείγματα κυβερνήσεων που επικρατούν και έναντι της Αριστεράς και έναντι της Ακροδεξιάς, η οποία σε μια σειρά χωρών (ανάμεσά τους η Γαλλία και η Γερμανία) αναδεικνύεται σε κεντρικό πόλο αντιπολίτευσης των παραδοσιακών κεντροδεξιών κυβερνητικών κομμάτων.