Οι εφημερίδες της 1ης Ιουνίου 1975 είχαν κυκλοφορήσει με μια μεγάλη είδηση σε οκτάστηλους τίτλους. Οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, είχαν συναντηθεί στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ.
Η συνάντηση, από μόνη της, ήταν είδηση. Είχαν περάσει μόλις 9 μήνες από την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Η πληγή ήταν ανοιχτή και αιμορραγούσε. Αλλά ο Καραμανλής είχε τολμήσει. Και είχε τολμήσει όχι απλώς μια συνάντηση «κλίματος», εκτόνωσης εντάσεων, που είχαν ήδη εξαχθεί στο Αιγαίο, ή βελτίωσης ατμόσφαιρας. Αλλά μια συνάντηση που θα οδηγούσε σε συμφωνία. Το κοινό ανακοινωθέν ανέφερε ότι: «Οι δύο πρωθυπουργοί…απεφάσισαν ότι τα προβλήματα τούτα πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης». Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Δεν βρίσκω περίσταση στην οποία να ταιριάζει καλύτερα η διάσημη φράση του Kennedy που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις της Πέμπτης. Πως δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε από φόβο, αλλά να μη φοβόμαστε να διαπραγματευτούμε. Και δεν βρίσκω υπόδειγμα καλύτερο από εκείνη την πρωτοβουλία Καραμανλή το μακρινό 1975, για την φιλοδοξία με την οποία πρέπει να ταξιδέψει ο πρωθυπουργός στην σύνοδο του ΝΑΤΟ την ερχόμενη εβδομάδα.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ούτε απέδωσε καρπούς. Και ότι η διαφορά με την Τουρκία παραμένει «παγωμένη» (ακόμη χειρότερα: στον πάγο μεν, αλλά διαρκώς επιβαρυνόμενη) 48 ολόκληρα χρόνια. Μα είναι καλό να θυμόμαστε ότι η αθέτηση εκείνης της συμφωνίας, εξ αιτίας της οποίας ζούμε ακόμη στον κύκλο της έντασης, ήταν τουρκική επιλογή και πρωτοβουλία. Ήταν ο Ντεμιρέλ, μετά από σφοδρή αντίδραση και πίεση του στρατιωτικού κατεστημένου, που έκανε πίσω, λίγο μετά την συνάντηση των Βρυξελλών. Ήταν η Άγκυρα που φοβήθηκε την Χάγη, υπαναχώρησε και άρχισε να κωλυσιεργεί και να προσπαθεί να αποφύγει την δέσμευσή Ντεμιρέλ για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Ο Καραμανλής, όπως στο δημοσιευμένο αρχείο του λεπτομερώς τεκμηριώνεται, επέμεινε στην ιδέα της Χάγης σε όλες του τις επόμενες συναντήσεις, και με τον Ντεμιρέλ και με τον διάδοχό του Ετσεβίτ. Με ένα διπλό επιχείρημα. Πρώτον, ότι είναι επικίνδυνο να μπουν οι δύο χώρες σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση μιας διαφοράς, χωρίς να έχουν συμφωνήσει τι θα συμβεί αν η διαπραγμάτευση αποτύχει. Και δεύτερο και ουσιαστικότερο, ότι προσφεύγοντας στην κρίση ενός έγκυρου τρίτου, οι δύο πρωθυπουργοί αποφεύγουν την εσωτερική κατακραυγή που θα προέκυπτε αναπόφευκτα από οποιαδήποτε διμερή συμφωνία οριοθέτησης, όσο συμφέρουσα και αν είναι αυτή.
Είναι, λοιπόν, μια παραξενιά της ιστορίας που φθάσαμε τώρα να θεωρείται ύβρις και να προκαλεί ενόχληση έως αποστροφή σε ένα μέρος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αυτό που τότε η Ελλάδα επιδίωκε και η Τουρκία απέρριπτε. Η γενναία διατύπωση του πρωθυπουργού, στις προγραμματικές δηλώσεις, πως αν «η παγωμένη διαφορά, αντί να παγιωθεί, (μπορεί) να μετατραπεί σε μία ειρηνική και δημιουργική λύση» θα πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία και να επιμείνουμε στην σταθερή θέση υπέρ «μίας διευθέτησης στο Δικαστήριο της Χάγης», ήταν η μοναδική παράγραφος του λόγου του που δεν απέσπασε χειροκρότημα, άφησε την κοινοβουλευτική του ομάδα παγερά σιωπηλή. Κι είναι ενδεικτικό ότι αμέσως η δεξιά της δεξιάς, εντός και εκτός Νέας Δημοκρατίας, αντέδρασε με την συνήθη «πατριωτική οργή» στην αναφορά του στην Χάγη. Ως εάν να αμφισβητείται εκ των υστέρων το πατριωτικό φρόνημα ή η ευθυκρισία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η συζήτηση αυτή δεν γίνεται τώρα πρώτη φορά από το 1975. Επαναλαμβάνεται, με τους ίδιους πάνω κάτω όρους, κάθε φορά που παρουσιάζεται μια ευκαιρία αναβίωσης αυτής της ημι-αιωνόβιας προσπάθειας επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία. Αλλά έχουμε πράγματι, τώρα, μια τέτοια ευκαιρία; Έχει κίνητρο ο Ερντογάν, μετά από τόσες στροφές και μεταστροφές, να επανέλθει στην λογική που διαπερνούσε την πρώτη του δεκαετία στην εξουσία, μια λογική προσέγγισης με την Ευρώπη και την Δύση γενικά και εμπλοκής σε μια ουσιαστική, όχι προσχηματική, διαδικασία διαλόγου και αναζήτησης λύσης με την Ελλάδα, μα και στην Κύπρο;
Κανείς δεν έχει, τούτη την ώρα, απάντηση στο ερώτημα. Έχουμε όμως κάποια σημάδια. Η ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η αποχή από κάθε αεροπορική ή ναυτική πρόκληση, που διαρκεί ήδη αρεκτούς μήνες, η ανταπόκριση σε ελληνικά αιτήματα συνεννόησης στην διαχείριση μεταναστευτικών ροών στον Έβρο, η σύνθεση η ίδια της νέας κυβέρνησης, από την οποία απουσιάζει η «κουλτούρα Σοϊλού», οι πρώτες διεθνείς κινήσεις, επιτρέπουν κάποιο περιθώριο αισιοδοξίας. Ο Ερντογάν, άλλωστε, μετά το Βίλνιους, έχει προγραμματίσει μια μεγάλη περιοδεία στις χώρες του Κόλπου, σε αναζήτηση επενδυτικών κεφαλαίων για μια οικονομία που πληρώνει την ανορθόδοξη πολιτική του και που απειλεί να τον υποχρεώσει στην έσχατη ταπείνωση μιας νέας προσφυγής στο ΔΝΤ. Η οικονομική ανάγκη, δηλαδή, επιβάλει μια επαναπροσέγγιση με την Δύση, την μόνη που μπορεί να προσφέρει ή να εγγυηθεί μια σωτήρια εισροή κεφαλαίων. Και αυτό (όπως άλλωστε και η απελευθέρωση της πώλησης των F-16) προϋποθέτει μια αξιόπιστη στροφή Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μπορεί εδώ να κρύβεται μια νέα ευκαιρία; Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί. Μα είναι βέβαιο πως, αν η ευκαιρία δοθεί, «δεν θα (έπρεπε να) γυρίσουμε την πλάτη στην ιστορία αν έχουμε την ευκαιρία να την διαμορφώσουμε». Άλλωστε και ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου και ο Σημίτης- οι τέσσερις ιστορικές φυσιογνωμίες που ο Μητσοτάκης επικαλέστηκε ως προγόνους του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος- αυτό ακριβώς προσπάθησαν να κάνουν.