Κάθε μετεκλογική στιγμή, θεωρητικά, αποτελεί μια αφετηρία για πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν τρέχοντα, πιεστικά ή όχι, χρόνια προβλήματα ή προβλήματα που έχουν μεγάλο βάρος στις προσδοκίες των πολιτών. Ποιων πολιτών; Είναι το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Οι εκλογές του Ιουνίου σηματοδοτούν την αρχή μιας τρίτης φάσης της μεταπολίτευσης. Το 2009-2022 είναι η περίοδος της κατάρρευσης ενός υποδείγματος που διαμορφώθηκε στην πορεία τριανταπέντε ετών και μιας αδύναμης επανα-ισορρόπησης, έπειτα από μια σοβαρή υγειονομική κρίση. Από το 2023 και μετά αφήνουμε πίσω μας το προηγούμενο σκηνικό. Αν δεν εμφανιστούν σημαντικές εξωγενείς ανατροπές, προσδοκούμε να επιστρέψουμε σε μια νέα ομαλότητα, που όμως ήδη απειλείται από σοβαρές ανακατατάξεις σε διεθνή κλίμακα και αλλαγές στο εσωτερικό πεδίο.
Μπορεί κανείς να απαριθμήσει διάφορες προτεραιότητες, άλλες από τις οποίες αφορούν το άμεσο μέλλον, και άλλες τα επόμενα χρόνια. Όμως το βασικό ζητούμενο ξεπερνάει την προσέγγιση αυτή. Ο κόσμος είναι επιφυλακτικός, καταλαβαίνει τις δυσκολίες των καιρών, έχει μάθει ότι φαινομενικά θετικές εξελίξεις μπορεί να συνδέονται στη συνέχεια με αρνητικές εξελίξεις, διαισθάνεται ότι δεν είναι σοφό να έχει μεγάλες προσδοκίες, έχει μάθει ότι ο προεκλογικός λόγος είναι ένα σκηνικό χαμηλής αξιοπιστίας, ανησυχεί για το αύριο χωρίς να ξέρει γιατί, θέλει να έχει μια αίσθηση ότι δεν θα περάσει ξανά σε μεγάλους κλυδωνισμούς, ούτε καν σε μικρότερους.
Η απάντηση σε αυτά δεν έχει να κάνει ούτε με την επενδυτική βαθμίδα, ούτε με κάποιες αυξήσεις εδώ κι εκεί, ούτε με διαβεβαιώσεις διεθνών οίκων ή άλλων φορέων, ούτε με δημοσιονομικούς χειρισμούς, επικοινωνιακές παρεμβάσεις ή άλλα παρεμφερή. Η εμπιστοσύνη ενσταλάζεται στο συλλογικό συνειδητό ή υποσυνείδητο μέσα από πολλά μικρά, μεσαία και μεγάλα δείγματα γραφής, που λειτουργούν αργά, αυξητικά και σωρευτικά και σχετίζεται με πειστικές δράσεις σε περισσότερα σημαντικά μέτωπα: Οικονομία, κοινωνική προστασία, μόρφωση, ποιότητα ζωής, ασφάλεια κ.α. Μια ειδική αναφορά πρέπει να γίνει για τον αγροτικό τομέα. Οι προοπτικές του μπορούν να είναι εξαιρετικά σημαντικές και η Ελλάδα έχει μια ευκαιρία να αξιοποιήσει ένα δυνητικό πλεονέκτημα με ιδιαίτερη σημασία στο αυριανό τοπίο, προφανώς βάζοντας σε κίνηση πολιτικές για τις οποίες η ιστορία της δεν έδωσε ευοίωνα αποτελέσματα.
Η χώρα σήμερα μπορεί να μην βρίσκεται σε συνθήκες κάποιας εθνικής έξαρσης ή συναρπαστικής εξέλιξης, ούτε όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική μιας νέας κρίσης. Βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά ρίσκα και αβεβαιότητες για τα επόμενα χρόνια: Με την προοπτική μιας σταθερά ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης, με ό,τι σημαίνει αυτό για το μέσο πολίτη και τους νέους, με τη γήρανση και τη μείωση του εργατικού δυναμικού στην παραγωγική διαδικασία, παράλληλα με υψηλή ανεργία, με τις πιέσεις από την κλιματική αλλαγή και το ενεργειακό, με τις αβεβαιότητες ενός ελλειμματικού ασφαλιστικού συστήματος, με τη συνεχή αποδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας και με υψηλές ανισότητες, που δεν καταγράφονται στους γνωστούς δείκτες ανισότητας, διαμορφώνουν όμως ένα κλίμα επιφύλαξης ή και απογοήτευσης. Η εξαιρετικά αδύναμη τεχνολογική και καινοτομική ικανότητα των επιχειρήσεων και η χαμηλή ικανότητά τους να αξιοποιήσουν σε ευρύτερη κλίμακα τις τεχνολογικές εξελίξεις, ακόμα και τις λιγότερο σύνθετες, ώστε να οικοδομήσουν πάνω σε αυτές και να παρακολουθήσουν τις πρωτόγνωρες μεταβολές που συνδέονταν με την παγκοσμιοποίηση, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ικανότητα μεγέθυνσης της οικονομίας και στο εισόδημα εκατομμυρίων οικογενειών. Ακόμα και η μετάβαση προς τον τομέα των υπηρεσιών αφορά δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από χαμηλά επίπεδα γνωστικών και τεχνολογικών ικανοτήτων, παραγωγικότητας και ποιότητας παραγωγής. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό, και αφορά όλους τους κεντρικούς συντελεστές: Παραγωγικό δυναμικό και επιχειρήσεις, εργαζόμενους, κράτος. Είναι θέμα κουλτούρας, σώρευσης ικανοτήτων, ιεράρχησης προτεραιοτήτων, κλαδικής εξειδίκευσης, κατανομής εισοδήματος, προσπάθειας να αναπτύξουμε την ικανότητα να παρακολουθήσουμε πράγματι, και όχι ως θεατές, τις ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις.
Μια εκτίμηση για την επόμενη δεκαετία δείχνει, ότι οι πιέσεις για αντιμετώπιση απειλών ή έκτακτων καταστάσεων θα δημιουργήσει σοβαρά διλήμματα στην πολιτική. Από τη μια, θα απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι τόσο για επενδυτικούς-αναπτυξιακούς, όσο και για λόγους κοινωνικής προστασίας ευάλωτων πληθυσμιακών τμημάτων. Από την άλλη, οι πόροι αυτοί στο μέτρο που θα προέλθουν από δανειακά κεφάλαια θα κρατούν παγιδευμένη την οικονομία σε χαμηλά επίπεδα μεγέθυνσης. Αν προέλθουν από εσωτερική αποταμίευση θα σημαίνουν αύξηση της φορολογίας ή ανακατανομή κρατικών δαπανών και μεταβολή του σημερινού πρότυπου δημόσιας δαπάνης. Στην πρώτη περίπτωση, η κοινωνία θα κινείται σε αναιμικά επίπεδα μεγέθυνσης, με ό,τι σημαίνει αυτό για το βιοτικό επίπεδο και την κάλυψη βασικών κοινωνικών προσδοκιών. Στη δεύτερη περίπτωση θα σημειωθούν σημαντικές μεταβολές στην κατανομή του εισοδήματος, οι συνέπειες των οποίων δεν είναι εύκολα προβλέψιμες, ενώ οι αναπτυξιακές επιδόσεις δεν θα διαφέρουν. Μια τρίτη περίπτωση αφορά τους κοινοτικούς πόρους, που θα κινηθούν μεν αυξητικά, αλλά δεν γνωρίζουμε την ποιοτική τους επίδραση.
Έπειτα από μια μακρά περίοδο έντονων μακροοικονομικών ανισορροπιών, η ισορροπία της σχέσης μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής με επίκεντρο το παραγωγικό σύστημα είναι καίριος όρος επιτυχίας ή αποτυχίας. Η ανάπτυξη θα αποτελέσει το κεντρικό κριτήριο -και προϋπόθεση- της επιτυχίας ή της αποτυχίας των δημοσιονομικών και άλλων παρεμβάσεων για την έξοδο από την κρίση. Η επίτευξη κάθε στόχου που έχουμε μπροστά μας, είτε για τα δημοσιονομικά, είτε για την ανεργία, είτε για τις κοινωνικές πιέσεις, είτε για τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική κυριαρχία θα εξαρτηθεί από την ταυτόχρονη επιτυχία στο δίπολο «δημοσιονομική εξισορρόπηση και ανάπτυξη». Η δημοσιονομική εξυγίανση από μόνη της δεν θα βοηθήσει, αν μεσομακροπρόθεσμα ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης δεν μπορέσει να ξεπεράσει τουλάχιστον το 3%, εξέλιξη που καθορίζεται από ένα σύνολο πολιτικών και άλλων παραγόντων. Επίσης, μεγέθυνση χωρίς δημοσιονομική σταθεροποίηση είναι μη βιώσιμη. Μάλιστα, όσο οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι ισχνοί, τόσο περισσότερο οι δημοσιονομικές ανισορροπίες θα τείνουν να διογκώνονται, επιδεινώνοντας την ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία. Με το ποσοστό αποταμίευσης και επένδυσης στο χαμηλότερο επίπεδο της Ε.Ε. το ερώτημα είναι πώς η χώρα θα μετατοπιστεί από τις διαδικασίες απόκλισης από την Ε.Ε. της τελευταίας δεκαπενταετίας και θα περάσει ξανά σε διαδικασίες σύγκλισης. Ένας οποιοσδήποτε νέος κλονισμός (οικονομικός, υγειονομικός ή άλλος) θα αποτελέσει κρίσιμο πλήγμα για τη χώρα, καθώς οι επιπτώσεις του παρελθόντος δεν έχουν ξεπεραστεί.
Μπορεί η νέα κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες αυτές; Μπορεί να δώσει μια σημαντική ώθηση στην ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον στην επόμενη τετραετία; Ακόμα περισσότερο: Αντιμετωπίζοντας ένα σημαντικά ευρύτερο σύνολο προκλήσεων από ό,τι στο παρελθόν, μπορεί μια κυβέρνηση από μόνη της να υλοποιήσει τις σημαντικές αλλαγές που απαιτούνται ή μήπως πρέπει να υπάρξουν κάποιες κρίσιμες αλλαγές στο γνωστό συγκρουσιακό-διχοτομικό μοντέλο πολιτικής λειτουργίας; Τι ρόλο μπορεί να παίξει μια μεγαλύτερη συνεννόηση και συνεργασία πολιτικών δυνάμεων σε εξαιρετικά μεγάλα θέματα, που όσο παραμερίζεται θα ευνοεί συνεχείς αναστατώσεις στο εθνικό επίπεδο και θα αποσταθεροποιεί κάθε τόσο οποιαδήποτε κυβερνητικό σχήμα ή και το πολιτικό σύστημα συνολικά, όπως έγινε μετά την κρίση του 2009; Είναι αυτά ρεαλιστικά και ποια θα ήταν τα κέντρα βάρους μιας τέτοιας πολιτικής θεώρησης;