Στην εκλογική ιστορία της μεταπολίτευσης έχει διαμορφωθεί ένας άτυπος αλλά ισχυρός κανόνας. Ο κανόνας των δύο τετραετιών (που δεν είναι σχεδόν ποτέ πλήρεις τετραετίες- αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1977, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1985, ο Κώστας Σημίτης το 2000, ο Κώστας Καραμανλής το 2007 αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας το 2015, όλοι έλαβαν μια δεύτερη εντολή, για μια δεύτερη κυβερνητική θητεία. Οι εξαιρέσεις, όπου εκλεγμένοι πρωθυπουργοί δεν πήραν μια δεύτερη ευκαιρία, τρεις όλες κι όλες σε μισό αιώνα εκλογικής ιστορίας και όλες σε εξαιρετικές συνθήκες πολιτικής κρίσης, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, θα επιβεβαιωθεί ακόμη μια φορά, στις αυριανές εκλογές.
Μόνο που αυτή τη φορά, το αναμενόμενο, το «κανονικό» συμβαίνει μέσα σε «μη κανονικές», σε πρωτοφανείς συνθήκες. Το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου επιβεβαίωσε μεν τον κανόνα της «δεύτερης ευκαιρίας», έσπασε όμως έναν άλλο, πολύ σημαντικότερο κανόνα, τον κανόνα της κομματικής εναλλαγής. Γιατί δεν υπάρχει προηγούμενο, όπου το κόμμα που κυβερνούσε να αυξάνει την δύναμή του και το κόμμα που αντιπολιτευόταν να χάνει έναν στους τρεις ψηφοφόρους του. Ούτε υπάρχει προηγούμενο απέναντι στο κόμμα που κυβερνά να μην υπάρχει ένα κόμμα που πειστικά διεκδικεί να το διαδεχθεί. Κι αν το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιωθεί αύριο, θα πρόκειται για μια μετατόπιση των τεκτονικών πλακών της πολιτικής, διαφορετικής διεύθυνσης αλλά ανάλογης έντασης με εκείνη που προκάλεσε τον διπλό σεισμό του 2012.
Το 2012, ο κραταιός δικομματισμός της μεταπολίτευσης κατέρρευσε στις εκλογές του Μαΐου, μα ως τον Ιούνιο είχε προλάβει να διαμορφωθεί και να πάρει την θέση του ένας «μικρός δικομματισμός» με τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος επιβεβαιώθηκε το 2015 και το 2019 και άντεξε για μια δεκαετία. Μα τώρα, αυτός ο «μικρός δικομματισμός» φαίνεται να έχει καταλυθεί και στην θέση του προκύπτει μια μεγάλη ασυμμετρία. Ένα σχήμα δίχως ισορροπία, με ένα κυρίαρχο κόμμα στον πόλο της συμπολίτευσης κι ένα κατακερματισμένο κομματικό τοπίο στον πόλο της αντιπολίτευσης.
Για να βρούμε ένα αντίστοιχης γεωμετρίας πολιτικό σύστημα, πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω. Στις εκλογές του μακρινού 1977. Η Νέα Δημοκρατία είχε συγκεντρώσει τότε ένα 41,8%, σε μεγάλη απόσταση από το δεύτερο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που είχε λάβει 25,4%. Ένα τρίτο κόμμα, η ΕΔΗΚ, ήταν στο 12%. Και συνολικά επτά κόμματα, με μια ισχυρή ακροδεξιά του 7%, εκπροσωπούνταν στο κοινοβούλιο. Αν, λοιπόν, η εικόνα των δημοσκοπήσεων επιβεβαιωθεί αύριο στις κάλπες, η Βουλή του 2023 θα μοιάζει εντυπωσιακά με εκείνην του 1977. Σαν να μπήκαμε στην μηχανή του χρόνου. Σαν το φιδάκι του παιδικού παιχνιδιού να μας γύρισε στο πρώτο τετραγωνάκι. Σαν να επιστρέφουμε στις αρχές της μεταπολίτευσης, τότε που όλα έπαιρναν το πρώτο τους σχήμα.
Με μια κρίσιμη διαφορά. Το 1977, απέναντι στο τότε κυρίαρχο κόμμα, την ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πρόβαλε μια ανερχόμενη δύναμη, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε διπλασιάσει τα εκλογικά του ποσοστά, απορροφούσε με ταχύ ρυθμό τις δυνάμεις της Ένωσης Κέντρου και έπαιρνε την θέση της ως αξιωματική αντιπολίτευση. Προς το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη μετακινηθεί το 8% των ψηφοφόρων της ΝΔ του 1974, προαγγέλλοντας την Αλλαγή που θα ερχόταν το 1981. Ήταν δηλαδή προφανής η δυναμική που θα οδηγούσε σε μια νέα πολιτική ισορροπία. Την ισορροπία του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Όπου απέναντι σε κάθε κοινοβουλευτική πλειοψηφία έστεκε μια εν αναμονή επόμενη πλειοψηφία, που διεκδικούσε πειστικά να την διαδεχθεί στην εξουσία.
Αυτό είναι που σήμερα έχει χαθεί. Η άρση της ασυμμετρίας, η εξισορρόπηση ενός κομματικού συστήματος, που έχει χάσει τα «ζύγια» του, είναι προφανώς η μεγάλη εκκρεμότητα που οι αυριανές κάλπες θα κληροδοτήσουν στην επόμενη πολιτική περίοδο, η οποία, έτσι κι αλλιώς, προβλέπεται πυκνή. Από το εάν και πώς η εκκρεμότητα αυτή θα λυθεί, εάν και πως μια νέα ισορροπία θα αποκατασταθεί εξαρτάται η ποιότητα της αντιπολίτευσης που θα έχουμε. Αν θα έχουμε μια λειτουργική, προγραμματική αντιπολίτευση, ικανή να ελέγχει αποτελεσματικά αλλά και να συναινεί εποικοδομητικά ή αν (επειδή η φύση αλλά και η πολιτική απεχθάνεται το κενό) ο ρόλος της θα διεκδικηθεί από νέους αστερισμούς «αντί-συστημικότητας» που και εδώ, όπως και σε όλη την Ευρώπη, αναδύονται.
Εξαρτάται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, και η ποιότητα της διακυβέρνησης. Το αν θα αξιοποιήσει δημιουργικά η νέα κυβερνητική πλειοψηφία την ισχυρότατη εντολή που θα έχει λάβει. Αν θα τιμήσει την μεταρρυθμιστική της υπόσχεση. Και αν θα καταφέρει να αποφύγει την «κατάρα της δεύτερης τετραετίας», που μοιάζει να είναι ένας ακόμη από τους άγραφους κανόνες της εκλογικής μας ιστορίας. Μια κατάρα που θέλει, κάθε φορά, η δεύτερη τετραετία να είναι χειρότερη από την πρώτη, μεταρρυθμιστικά ατροφική και πολιτικά προβληματική.
Η αποκατάσταση της χαμένης πολιτικής ισορροπίας, όμως, έχει μια ακόμη, πολύ κρίσιμη διάσταση. Η παλιά δικομματική ισορροπία, με όλα της τα πολλά κουσούρια, ήταν για δεκαετίες το πιο αποτελεσματικό αντίβαρο σε μια εκτελεστική εξουσία, απέναντι στην οποία τα θεσμικά αντίβαρα, τα περίφημα checks and balances της δημοκρατίας, διοικητικά, δικαστικά ή κοινοβουλευτικά, ήταν πάντα ασθενικά. Η απειλή της εναλλαγής στην εξουσία, η βεβαιότητα της εναλλαγής στην εξουσία, λειτουργούσε και ως φραγμός, ατελής έστω, στην κατάχρηση της εξουσίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχέθηκε ότι θα είναι ο ίδιος αντιπολίτευση του εαυτού του. Ευγενής φιλοδοξία, αλλά δύσκολα υλοποιήσιμη. Η αποκατάσταση, λοιπόν, της χαμένης ισορροπίας του κομματικού συστήματος (πώς, με ποιο τρόπο, με ποια γεωμετρία; άγνωστο) έχει μια ευρύτερη σημασία. Ως αναγκαία προϋπόθεση και για την θεσμική, δημοκρατική ισορροπία.