Ήδη ο πλήρης τίτλος αυτού του βιβλίου στα αγγλικά – iGen: Why Today’s Super-Connected Kids are Growing Up Less Rebellious, More Tolerant, Less Happy – and Completely Unprepared for Adulthood (*) (*)And what That Means for the Rest of Us?, αποτελεί μια πλήρη προειδοποίηση. Που συνδυάζει (καθησυχαστικά στοιχεία «καθησυχαστικά για τις κοινωνίες «μας» που ινδαλματοποιούν την σταθερότητα), όπως η αναφορά στην μικρότερη επαναστατικότητα ή στην μεγαλύτερη ανεκτικότητα, μαζί με μιαν υπορρέουσα ανησυχία όπως για την περιορισμένη ευτυχία στην γενιά του Internet, κυρίως όμως με την διάγνωση της έλλειψης ετοιμότητας για την «ενήλικη ζωή» – ό,τι κι αν είναι αυτό.
Να σημειωθεί, επιπλέον ότι το βιβλίο αυτό πρωτοκυκλοφόρησε στους Simon Schuster το 2017, αποτελώντας εκδοτική επιτυχία για να προσγειωθεί σ’ εμάς το 2019. Ενώ λοιπόν ήδη η ανατομία της iGen από την Τζην Τουένγκε έφερε κυματισμούς κάνοντας π.χ. τους μετόχους της Apple να καλούν την εταιρεία «τους» να μελετήσει την επίπτωση της χρήσης smartphones στην ανάπτυξη των παιδιών, η προσέγγισή της δεν έχει λάβει υπόψη τις πρόσθετες σεισμικές αλλαγές που έφερε στην χρήση του Internet η βαριά εμπειρία της πανδημίας…
Και πάλι, όμως: Η διαδοχή των Boomers (όσων γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964) από εκείνους της Generation X (γεν. από 1965 έως 1979), ύστερα από τους Millenials (γεν. από 1980 έως 1994) και αυτών από την iGen (γεν. από 1995 έως 2020) έχει ως κατάληξη μια γενιά – την γενιά του Internet – όπου μεγάλωσαν εξαρχής με κινητά τηλέφωνα, συνήθως smartphones. Γνώρισαν τον κόσμο μέσα από την διαδικτυακή επικοινωνία, απέκτησαν σελίδα στο Instagram ή δεξιότητα χρήσης ΤikTok προτού καλά-καλά πάνε σχολείο. Οπότε…
…Οπότε, διαβάζοντας π.χ. στην Ελλάδα των εκλογών-σοκ του 2023, με τις νεότερες ηλικίες να διαψεύδουν στις κάλπες την διαδεδομένη άποψη ότι «οι νεότερες γενιές ψηφίζουν αριστερά», έρχεται αφυπνιστικά στην καταγραφή της Τουένγκε ότι «εδώ και κάποια χρόνια, οι μαθητές Λυκείου δείχνουν μια σημαντική τάση στροφής προς τον συντηρητισμό». Θα έτεινε κανείς ενδεχομένως να πει ότι αυτά συμβαίνουν/ παρατηρούνται στις ΗΠΑ, στην είσοδο της εποχής Τραμπ. Και πάλι όμως, δείτε και την άλλη καταγραφή: «Ενώ κάποτε οι απόφοιτοι Πανεπιστημίων ήταν πιο πιθανό να είναι Ρεπουμπλικανοί, τώρα πλέον η ρεπουμπλικανική βάση αποτελείται από άτομα χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση» (Για να συμπληρώσει η Τουένγκε ότι ο Τραμπ το 2016 είχε τοποθετηθεί με την χαρακτηριστική του μανιέρα: «Αγαπώ τους ελάχιστα μορφωμένους». Voila!).
Ξεφύγαμε προς πολιτικολoγία, λόγω εποχής. Όμως η Τουένγκε – επεξεργαζόμενη πλήθος στατιστικά ευρήματα και τομεακές μελέτες, αλλά και συγκεντρώνοντας υλικά από συνεντεύξεις με iGens: Όγκος υλικού βρίσκεται στον ιστότοπο jeantwenge.com – κάνει μια συνολική σάρωση της γενιάς αυτής. Έρχεται να συμβουλεύσει, ή μήπως να προειδοποιήσει; Πώς κανείς θα μπορούσε να προσλάβει εργαζόμενο από την iGen (αλλά και… να τον ή την πείσει να παραμείνει: Όχι απλή υπόθεση!). Δείτε: «Δεν έχουν το αίσθημα ανωτερότητας και ναρκισσισμού που χαρακτηρίζει τους Millenials, ενώ έχουν πιο συγκρατημένες προσδοκίες». Όμως «χρειάζεται [και] πιο ευγενική αντιμετώπιση σε σχέση με τους Millenials».
Κατά τα άλλα, η γενιά αυτή έχει εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στην επικοινωνία. Γιατί να χρησιμοποιεί κανείς email όταν τα sms είναι πιο γρήγορα; Άλλωστε «χάρη στην δημοτικότητα του Instagram και του Snapchat, μεγάλο μέρος της επικοινωνίας των iGen γίνεται οπτικά και όχι με λέξεις: Μιλούν με emoji, με εικόνες και σύντομα βίντεο». Αντίστοιχα τα προβλήματα, ή μάλλον οι εξοικειώσεις από την iGen στην αίθουσα διδασκαλίας: Ψυχολόγος καθηγήτρια σχολιάζει την απροθυμία της γενιάς αυτής να διαβάζει – «κάποιοι φοιτητές μου έχουν παραπονεθεί ότι τους βάζω να διαβάζουν πάρα πολύ, ότι ένα δημοφιλές οκτασέλιδο άρθρο σε επιθεώρηση είναι παρά πολύ μεγάλο και δεν γίνεται να κρατήσει την προσοχή τους».
Η γενιά των iGens μεγαλώνει αργότερα, επεκτείνει την παιδική ηλικία διεκδικώντας λιγότερο την ανεξαρτησία. Παράλληλα, όμως, όλο και περισσότερος χρόνος ξοδεύεται/επενδύεται online, σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιντερνετικά παιχνίδια/gaming – πράγμα που κατά την Τουένγκε συσχετίζεται με υποχώρηση της της τελικής ευχαρίστησης. Αυτό, με την σειρά του, οδηγεί σε ενίσχυση των αισθημάτων μοναξιάς ή/και κατάθλιψης (κυρίως, δε στα κορίτσια). Αυτή η τελευταία διάσταση – της κατάθλιψης που κινδυνεύει να στρέφεται και εναντίον του ίδιου του καταθλιπτικού ατόμου, φθάνοντας μέχρι και την «εύκολη» αυτοκτονία – είναι από τις πιο δυσοίωνες παρατηρήσεις της Τζην Τουένγκε: Πάλι, έχει κανείς την τάση να αναλογισθεί πόσο η παρατήρησης Αμερικανικού κοινού επιτρέπει γενικεύσεις.
Ίσως πάντως η ξενάγηση σε διαδρομές άγχους και σε εμπειρίες κατάθλιψης, με φόντο εκείνο που η Τουένγκε περιγράφει ως «αργή ενηλικίωση» – βέβαια, ο Έλληνας αναγνώστης ας κρατηθεί: «Οι περισσότεροι έφηβοι τελειώνουν το Λύκειο χωρίς να έχουν πιάσει ποτέ αμειβόμενη δουλειά, να έχουν οδηγήσει αυτοκίνητο μόνοι, να έχουν κάνει σεξ ή να έχουν δοκιμάσει αλκοόλ» – να κάνει αυτές τις διαδρομές του βιβλίου να σημαδεύουν βαθύτερα. Και πάλι… η Τουένγκε δούλεψε κυρίως με Αμερικανούς, όμως… κοιτάξτε λιγάκι γύρω σας!