Ενώ η προεκλογική περίοδος συνεχίζεται σε υψηλούς τόνους και με ακατάσχετη παροχολογία, υπάρχουν ειδήσεις που θα έπρεπε να τύχουν περισσότερης προσοχής και να θέτουν το πλαίσιο για ένα πιο τεκμηριωμένο και δομημένο διάλογο. Μια τέτοια είδηση είναι ότι, σύμφωνα με τις πρόσφατα δημοσιευθείσες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσα στο 2023 κλείνει το λεγόμενο παραγωγικό κενό.
Το παραγωγικό κενό είναι η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικά παραγόμενο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο είναι ένα μετρήσιμο και δίνεται από την ΕΛΛΣΤΑΤ, και του δυνητικού ΑΕΠ, αυτού δηλαδή που η οικονομία είναι σε θέση να παράγει με τα διαθέσιμα μέσα (κεφάλαιο, εργατικό δυναμικό και τεχνολογία). Το δυνητικό ΑΕΠ είναι ένα θεωρητικό μέγεθος, το οποίο υπολογίζεται από τα επιτελεία διάφορων οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ και η Eurostat. Η διαφορά μεταξύ των δύο δείχνει το όριο της ανάπτυξης χωρίς το φαινόμενο της υπερθέρμανσης. Με απλά λόγια, το δυνητικό ΑΕΠ ορίζει δηλαδή το ταβάνι μιας υγιούς μεγέθυνσης.
Όταν το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται του δυνητικού, όταν δηλαδή υπάρχει παραγωγικό κενό, η οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται χωρίς πληθωριστικό κίνδυνο. Όταν όμως υπερβαίνει τα όρια που τίθενται από το δυνητικό ΑΕΠ, η οικονομία υπερθερμαίνεται και μπαίνει στην επικίνδυνη ζώνη εμφάνισης πληθωρισμού. Π.χ. το εργασιακό κόστος ανεβαίνει λόγω έλλειψης κατάλληλου προσωπικού, αυτό μετακυλίεται στις τιμές και, στο βάθος, έρχεται απώλεια ανταγωνιστικότητας. Κυοφορείται επομένως μια μακροοικονομική ανισορροπία, η οποία, αργά ή γρήγορα, θα εμφανιστεί ως διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι που πληρώσαμε ακριβά την προηγούμενη δεκαετία.
Τα κακά νέα για εμάς είναι ότι χτυπήσαμε αυτό το ταβάνι με ανεπίτρεπτα υψηλή ανεργία στο 12,5% και ήδη μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο 11,8% επί του ΑΕΠ. Καθημερινά διαβάζουμε για έντονο πρόβλημα έλλειψης προσωπικού σε τομείς υψηλής προτεραιότητας όπως ο τουρισμός, ο αγροτικός τομέας, οι κατασκευές κλπ. καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι ήδη αισθητό σε πολλούς κλάδους και οι επιχειρήσεις διαγκωνίζονται για την προσέλκυση προσωπικού ανεβάζοντας τα μεροκάματα. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος του πληθωρισμού δεν είναι πλέον εισαγόμενος, αλλά εγχώρια παραγόμενος.
Η παραγωγική υστέρηση της χώρας φαίνεται και από μια σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, μετά την πρόσφατη ανάκαμψη των οικονομιών, το παραγωγικό κενό επίσης κλείνει μέσα στο 2023, αλλά με ανεργία στο 6,8%. Υπάρχουν δε χώρες με ακόμη χαμηλότερη ανεργία και ανοιχτό ακόμη παραγωγικό κενό. Στην Πορτογαλία π.χ. κλείνει με ανεργία στο 6%, ενώ στη Φιλανδία, με ανεργία 6,8% υπάρχουν ακόμη περιθώρια τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας χωρίς πληθωριστικό κίνδυνο. Το ερώτημα είναι γιατί το δικό μας ταβάνι είναι τόσο χαμηλό και τι πρέπει να κάνουμε για να σηκωθεί ψηλότερα.
Προφανώς η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αναντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων που ζητάει η αγορά με αυτές που προσφέρονται. Μελέτες δείχνουν ότι οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες εν μέρει εξηγούνται από την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιμόρφωσης, την διευκόλυνση της γεωγραφικής κινητικότητας και τη χρήση προηγμένων προγραμμάτων έγκαιρης χαρτογράφησης και διαχείρισης των υφιστάμενων αναντιστοιχιών. Πέρα όμως από τη μικροοικονομική διαχείριση, το δυνητικό ΑΕΠ και το παραγωγικό κενό κυρίως ορίζονται από τις δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας.
Είναι αλήθεια ότι η παρατεταμένη περίοδος αποεπένδυσης στα χρόνια της κρίσης μείωσε σημαντικά τα αποθέματα τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε δεξιότητες. Τώρα όμως φαίνεται ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για ριζική ανάταξη της παραγωγικής μηχανής. Χρηματοδότηση υπάρχει, τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και από ιδιωτικά κεφάλαια. Επίσης, η χώρα διαθέτει ένα καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, μέρος του οποίου όμως φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας ή έχει φύγει στο εξωτερικό. Επομένως, υπάρχει μια δεξαμενή ποιοτικού εργατικού δυναμικού, έστω σε λανθάνουσα κατάσταση.
Πέρα όμως απ’ τους πόρους, χρειάζεται και πολιτικό θάρρος. Με το κλείσιμο του παραγωγικού κενού, χώρος για νέες παραγωγικές επενδύσεις προϋποθέτει αποδέσμευση κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού από παρωχημένες και οικονομικά μη βιώσιμες δομές. Ως εκ τούτου, η πολιτική της a priori προάσπισης των συμφερόντων της «μικρομεσαίας ραχοκοκαλιάς» ανεξαρτήτως προοπτικών, αποτελεί μια de facto αναπτυξιακή τροχοπέδη. Επείγει η μεταφορά πόρων από δραστηριότητες χαμηλής σε νέες, υψηλής παραγωγικότητας. Αυτή είναι η πεμπτουσία της ανάπτυξης μέσω της περίφημης «δημιουργικής καταστροφής» του Schumpeter, η οποία ενέπνευσε την επί δεκαετίες επιτυχημένη πολιτική της βορειοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Είναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι οι διαφορές που προαναφέρθηκαν ανάμεσα στις χώρες, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στο κατά πόσο διευκολύνεται ο μηχανισμός μιας τέτοιας μεταφοράς πόρων. Υπάρχει ποικιλία υποδειγμάτων. Σε χώρες που θεωρούμε πρότυπα, γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού ή μέσω των κλαδικών συμβάσεων έχουν χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την ταχύτερη απελευθέρωση εργατικού δυναμικού από παρωχημένες δραστηριότητες. Στη χώρα μας όμως, κάτι τέτοιο θα σήμαινε πλήρη αναστροφή του κυρίαρχου πολιτικού αφηγήματος.
Μια τελευταία επισήμανση. Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, με ότι αυτό συνεπάγεται σε δαπάνες υγείας και συντάξεις δεν θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί χωρίς θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας. Από εκεί θα προέλθουν οι νέοι πόροι και όχι από την υπερφορολόγηση των λίγων που θα δουλεύουν. Το αύριο όμως αρχίζει από σήμερα και οι αριθμοί δείχνουν ότι έχουμε καθυστερήσει αδικαιολόγητα.