Η επιφάνεια της Γης δείχνει σταθερή αλλά τα στρώματά της κινούνται και συμπιέζονται. Οι γεωλόγοι παρατηρούν ότι σε κάποια σημεία το έδαφος ανυψώνεται ενώ αλλού βυθίζεται και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς. Ανησυχούν περισσότερο για παραλιακές περιοχές που κινδυνεύουν από την άνοδο της στάθμης των ωκεανών, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Ένα μέρος της υποχώρησης των εδαφών οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες, όπως όταν κινούνται οι γεωλογικές πλάκες ή λιώνουν οι υπόγειοι παγετώνες. Ένα άλλο ποσοστό οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η υπεράντληση νερού και πετρελαίου, οι εξορύξεις και η υπερβολική δόμηση.
Τα εδάφη που βυθίζονται πιο γρήγορα βρίσκονται σε πυκνοκατοικημένες περιοχές στη νοτιοανατολική Ασία, κυρίως λόγω της υπεράντλησης νερού. Εκεί υπάρχει και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για πλημμύρες σε παραλιακές πόλεις. Σημαντικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν επίσης οι παραλιακές περιοχές στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ και στον Κόλπο του Μεξικού. Τα πιο «καυτά» σημεία θεωρούνται:
Χιούστον, Τέξας: Στον δυτικό Κόλπο του Μεξικού, στο Χιούστον, το έδαφος υποχωρεί κατά 1,7 εκ. κάθε χρόνο από το 2014 μέχρι το 2020. Συγκεκριμένα σημεία έχουν βυθιστεί κατά 3 μέτρα από το 1917.
Νέα Ορλεάνη: Σε φυσικές διαδικασίες και ανθρώπινη δραστηριότητα αποδίδεται η βύθιση σε περιοχές της Νέας Ορλεάνης, όπου παρατηρούνται και μεγάλες διαφορές, από 15 έως 50 εκ. τα τελευταία 20 χρόνια.
Νέα Υόρκη: Οι φυσικές μετακινήσεις των υποστρωμάτων κάνουν την περιοχή να βυθίζεται κατά 1 έως 4,5 χιλιοστά κάθε χρόνο, ενώ σε συγκεκριμένα σημεία με μαλακό υπόστρωμα ρόλο παίζει και το βάρος των κτιρίων.
Νόρφολκ: Στη μέση των ακτών του Ατλαντικού, στο Νόρφολκ υπάρχουν περιοχές όπου το έδαφος βυθίζεται με ρυθμό 2 φορές μεγαλύτερο από την άνοδο των νερών του ωκεανού και η συνολική διαφορά φτάνει τα 4,6 χιλιοστά κάθε χρόνο.
Καλιφόρνια: Στη δυτική ακτή των ΗΠΑ η βύθιση είναι σχετικά περιορισμένη αλλά δεν παύει να αποτελεί πρόβλημα. Ο μέσος όρος είναι κάτω από 3 χιλιοστά ετησίως αλλά στην κοιλάδα του Σαν Χοακίν όπου γίνεται υπεράντληση νερού, τα εδάφη έχουν υποχωρήσει μέχρι 8,5 μέτρα από το 1920.