Υπήρξε «η Ευρώπη» πολλαπλά παρούσα στην τελική ευθεία προς τις κάλπες του Μαΐου 2023. Οι τρεις κεντρικοί συντελεστές της Ν.Δ. (Μητσοτάκης/ Καραμανλής/ Σαμαράς) επέλεξαν να διακηρύξουν την παραταξιακή ενότητα στο Ζάππειο, τοπόσημο της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ – με αρκετήν, είναι αλήθεια, κριτική διάθεση και από μέρους του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά. Και όχι με ευγενικές, πάντα, διατυπώσεις: «Σήμερα το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει μείνει ημιτελές»/ «Κοντόφθαλμες πολιτικές […] καταλήγουν σε ασυνεννοησία και διενέξεις»/ «Η συνταγή που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ήταν εν πολλοίς εξοντωτική, τιμωρητική και προς παραδειγματισμό άλλων» (Κ. Καραμανλής). «Μου είναι οδυνηρό να βλέπω μια Ευρώπη, αντί να στηρίζει την Ελλάδα να την πιέζει για εθνικές παραχωρήσεις»/ «Δεν θα τους περάσει». (Αντώνης Σαμαράς).
Πολιτικά λειτουργικότερη μπορεί να αποδειχθεί η επίπτωση των Ευρωπαϊκών και της επίκλησής τους έναντι της Αντιπολίτευσης – πώς; Το «ξανάνοιγμα» θέματος εναλλακτικού νομίσματος ή συστήματος πληρωμών/ «Δήμητρας» από τον Γιάνη Βαρουφάκη, ή ακόμη και οι θεωρητικές αναφορές Ευκλείδη Τσακαλώτου σε συμπληρωματικά/τοπικά νομίσματα για ξεκλείδωμα ανάπτυξης (στο Commonality) κατέληξαν να λειτουργούν ως …. αντι-αντιπολιτευτικά εργαλεία. (Στην δε πολιτική, και μάλιστα στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, οι εντυπώσεις είναι που μετρούν. Εδώ, η ανησυχία περί την Ευρώπη λειτούργησε ως είδος φόβητρου).
Με την ευκαιρία, λοιπόν, αυτή ξαναπιάσαμε το κλασικό «A Grand Illusion?» του Tony Judt, ενός ανθρώπου που δηλώνει ευθέως: «Είμαι ενθουσιωδώς Ευρωπαίος», για να προειδοποιήσει ωστόσο ότι το να θεωρεί κανείς μια έκβαση επιθυμητή, είναι «άλλο πράγμα από το να είναι και εφικτή». Η Grand illusion του (βρετανοαμερικανού) Tζαντ, ιστορικού του βάθους αλλά κι εκλαϊκευτή της μεταπολεμικής ιστορίας με προεχόντως ευρωπαϊκή ματιά αν και ξεναγού της αμερικανικής (ενδιαφερομένης) κοινής γνώμης είχε κυκλοφορήσει αρχικά το 2011. Και όχι μόνον αυτό, αλλ’ ως δοκιμιακό βασικό υλικό πηγαίνει ακόμη πιο πίσω – στις προοπτικές των μέσων της δεκαετίας του ΄90.
Προς τι, λοιπόν, να διατρέξει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο που πρωτοκυκλοφόρησε βέβαια στα Ελληνικά μόλις τον Ιανουάριο του 2023; Έχοντας δηλαδή «χάσει» π.χ. την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους. το Brexit. την Ευρωπαϊκή αντίδραση στην πανδημία; – για να μην αγγίξουμε καν την επανεγκατάσταση του πληθωρισμού ανάμεσά μας. Ο λόγος είναι αφοπλιστικά απλός. Επειδή η μακροσκοπική ματιά του Τζαντ, όταν βλέπει την ΕΕ να «μοιάζει κάπως με τον ΟΗΕ με ομόφωνες αποφάσεις σε πεδία κοινού συμφέροντος, αλλά συμφωνώντας να διαφωνεί ή απλώς να μην αποφασίζει σε δύσκολα ή διχαστικά θέματα» (κάπου εκεί, ως παράδειγμα η «ηθική και πολιτική ζημιά όταν ένα μεμονωμένο μέλος εξαναγκάζει σε ομόφωνη αναποφασιστικότητα»: το μαντέψατε! παράδειγμα «η Ελληνική άρνηση να αναγνωρισθεί η Μακεδονία»…) μπορεί να λειτουργήσει και ως μίτος της Αριάδνης υπό τις σημερινές συνθήκες.
Και τούτο ΕΙΤΕ για να αναδείξει τις δυσλειτουργίες σε θέματα όπως οι ενεργειακές/ τιμές/η οργάνωση της αγοράς ενέργειας, ΕΙΤΕ για να μας κάνει να δούμε με ενδιαφέρον τις ευρωσυναινέσεις που επιτυγχάνονται υπό την πίεση των γεγονότων. Στην δεύτερη κατηγορία θα συναντήσει κανείς π.χ. την συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας λόγω της πανδημίας και συνειδητοποίησης της ανάγκης να μην βυθισθούν οι πιο αδύναμες χώρες σε μαύρη τρύπα. αλλά και την ζορισμένη συμμετοχή (παρά π.χ. τις αντιρρήσεις Ουγγαρίας) στην υπό τις ΗΠΑ πανστρατιά στην στήριξη της Ουκρανίας μετά την ρωσική εισβολή.
Εκείνο που ιχνηλατεί ο Τζαντ ως αμφιθυμία π.χ. ενός Φρανσουά Μιττεράν και ενός Χέλμουτ Σμιτ μπροστά στο ξεπέρασμα της ομοφωνίας, είναι εντυπωσιακό πώς επανέρχεται σήμερα. Ενώ οι σκέψεις του για τις αμφιταλαντεύσεις των χωρών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ ηχούν ιδιαίτερα διαφωτιστικά τώρα, τώρα δηλαδή που χώρες όπως η Πολωνία ή οι Βαλτικές «παίρνουν κεφάλι» στην διαμόρφωση Ευρωπαϊκών στάσεων, και τούτο την στιγμή που η πιο παραδοσιακή Ευρώπη αναστοχάζεται την Στρατηγική Αυτονομία της.
Για τον Τζαντ, η αναφορά σε χίμαιρα δεν κουβαλάει εξαρχής αρνητική συμπαραδήλωση: Πλην όμως η προσδοκία για μια «αληθινά ενωμένη Ευρώπη» είναι τόσο λίγο πιθανή «ώστε θα ήταν απερίσκεπτο και αυτοκαταστροφικό να επιμείνει κανείς σ’ αυτήν». Αυτή η προειδοποίηση για τους κινδύνους της ευρωπλειοδοσίας, διαβαζόμενη υπό τις σημερινές συνθήκες, δίνει επίκαιρο περιεχόμενο στην εκτίμηση του συγγραφέα ότι «η «Ευρώπη» είναι κάτι περισσότερο από γεωγραφική έννοια, αλλά κάτι λιγότερο από απάντηση». Και κάνει να ηχεί κάπως πικραμένα η αποδοχή του: «Είμαι λοιπόν, καθώς φαίνεται, ένας “ευρωπεσιμιστής”».
Ή, με την απόσταση του χρόνου, ένας ρεαλιστής.