Τα αριθμητικά στοιχεία του εκλογικού αποτελέσματος παραπέμπουν στη «18 Οκτώβρη» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Από το 1981 είχε το πρώτο κόμμα να συγκεντρώσει μεγαλύτερο ποσοστό από τους τρεις επόμενους σχηματισμούς αθροιστικά - και να αγγίξει το σωρευτικό ποσοστό όλων των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Για να βρούμε διαφορά 20 μονάδων ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα πρέπει να ανατρέξουμε στις εκλογές του 1974 και του 1946 - αντίστοιχα είχε προηγηθεί η δικτατορία και ακολούθησε ο εμφύλιος. Ποτέ σε συνθήκες έστω στοιχειώδους ομαλότητας, ποτέ με επικράτηση κόμματος που έχει ήδη κυβερνήσει μια τετραετία. Και, βέβαια, ποτέ σε εκλογή με το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο επιτρέπει την ακριβή αποτύπωση των πολιτικών συσχετισμών στο εκλογικό σώμα χωρίς την πίεση ενός «εκλογικού ρεαλισμού». Για την ώρα, αρκεί να κρατήσουμε ότι εκείνη η εκλογή του 1981 καθόρισε τη δομή του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα για τέσσερις δεκαετίες και για να ανατραπεί το σταθερό μεταπολιτευτικό σκηνικό χρειάστηκε η χώρα να φτάσει στη χρεοκοπία.
Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί και αναπάντεχοι, αλλά η εμβέλεια του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μαΐου πηγαίνει πέρα από αυτούς. Η ανθεκτικότητα της συντηρητικής παράταξης στην Ελλάδα δεν είναι κάτι καινούργιο - αρκεί να θυμηθεί κανείς πως το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση στις πρώτες εκλογές που συμμετείχε (με απλή αναλογική μάλιστα) μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Όμως, η σύνθεση της ψήφου στην κάλπη της Νέας Δημοκρατίας και η σύνθεση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που ανέδειξε, αποκαλύπτει πως συμβαίνει κάτι διαφορετικό από την αναβίωση της ιστορικής εκλογικής βάσης του κόμματος και τον κατακερματισμό των αντιπάλων του.
Το ποσοστό τις στις ηλικίες άνω των 55 (44% σύμφωνα με το, όποιας αξιοπιστίας, exit poll) δείχνει πως προσέλκυσε ψηφοφόρους που παλιότερα βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη του ιστορικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Το ποσοστό της στους ελεύθερους επαγγελματίες (55%) και η διαφορά των 40 μονάδων με το επόμενο κόμμα στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα δείχνει πως δεν επικρατεί απλώς, αλλά μονοπωλεί ένα τμήμα του εκλογικού σώματος που αποτελεί βασικό συστατικό των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων την ώρα μάλιστα που η σύνθεση του εργατικού δυναμικού μεταβάλλεται σε βάρος της μισθωτής εργασίας και υπέρ της αυτοαπασχόλησης.
Αλλά ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο έρχεται από τη σταυροδοσία. Εκεί, οι επιλογές των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας φανερώνουν ότι δεν υπάρχουν πια στεγανά και αναστολές ανάλογα με τον πολιτικό χώρο προέλευσης. Ο Μιχ. Χρυσοχοΐδης δεν ήταν απλώς στέλεχος, αλλά γραμματέας του ΠΑΣΟΚ - ψηφίζεται όμως με την ίδια ευκολία, και προσπερνά, τον Μιλτ. Βαρβιτσιώτη που εκπροσωπεί ό,τι πιο βαθιά συνδεδεμένο με τη γενεαλογία του κόμματος. Ο Κυρ. Πιερρακάκης επιλέγεται μαζικά, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται (και αμφίβολο πόσοι την γνωρίζουν κιόλας, παρότι πολύ πρόσφατη) για την προέλευσή του από το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Ο Α. Σκέρτσος εκπροσωπεί τη Ν.Δ. χωρίς δυσκολία - και τα παραδείγματα θα μπορούσαν να καταλάβουν πολύ χώρο.
Η αναγνώριση του ψηφοφόρου είναι ένα ενοποιητικό βήμα πολύ βαθύτερο και πολύ πιο δύσκολο από την επιλογή από τα πάνω συνεργατών ή υποψηφίων με διαφορετική πολιτική και ιδεολογική (στο βαθμό που έχει νόημα η διάκριση σήμερα) καταγωγή. Οι αριθμοί των σταυρών σε υποψήφιους που προέρχονται από κινήσεις διεύρυνσης είναι τόσοι που δείχνουν όχι μόνο πως έχει μετακινηθεί και ένα τμήμα της βάσης του παλιού τους κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, αλλά και πως οι σημερινοί ψηφοφόροι της Ν.Δ., παλιότεροι και νέοι, θέτουν το σταυρό τους αναγνωρίζοντας προσωπικές ιδιότητες χωρίς τις αναστολές που συνόδευαν παλιότερα την πολιτική ένταξη. Η αποτελεσματικότητα, ή πάντως η εκτίμηση για την αποτελεσματικότητα, προέχει στη συνείδηση του ψηφοφόρου, σίγουρα του νέου, πιθανότατα και του μεγαλύτερου, έναντι των πολιτικών δεσμών και της ιδεολογικής συνάφειας.
Πώς συντελέστηκε αυτή η ώσμωση της εκλογικής βάσης ιστορικά αντίπαλων κομμάτων; Κατά μια περίεργη συγκυρία, πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που οδήγησε πριν από λίγα χρόνια στην ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ ως ισχυρού πόλου και τελικά στην ανάληψη της εξουσίας το 2015. Η προβολή του Μνημονίου/της σχέσης με την Ευρώπη ως διαιρετικής γραμμής υπέρτερης του Αριστερά/Δεξιά προβλήθηκε από τη λεγόμενη «αντιμνημονιακή» παράταξη. Επικράτησε ως αφήγημα και ήταν στη βάση αρχικά της συνεργασίας Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ και αργότερα Ν.Δ./ΠΑΣΟΚ - και πολύ περισσότερο η συγκολλητική ουσία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Με τον τρόπο αυτό, όμως, οι παλιές διαιρέσεις έσβησαν στη συνείδηση των ψηφοφόρων, ή έστω ξεθώριασαν για εκείνους που είχαν μεγαλώσει μαζί τους. Κι έτσι σήμερα δεν φαίνεται τόσο παράδοξο μια κυβέρνηση της Ν.Δ. να έχει μια αναλογία σχεδόν 30% πρώην Σοσιαλιστών, ενώ στη στενή ομάδα συνεργατών του πρωθυπουργού η παλαιότερη κομματική ένταξη σχεδόν να μην ανιχνεύεται ποσοτικά.
Όλα αυτά οδηγούν πέρα από τα πρόσωπα. Ίσως το πιο ενδιαφέρον στη συνύπαρξη προσώπων τόσο διαφορετικών καταβολών είναι ότι δεν οφείλεται στην προσωπική τους αναφορά στον Κυρ. Μητσοτάκη, αλλά στη σύνθεση ενός νέου χώρου με μεγάλη έκταση στο πολιτικό φάσμα. Ο χώρος αυτός μπορεί να εκφράζει τις διάφορες «φυλές» της Ν.Δ. (μόνο που μετά το εκλογικό αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός του «καραμανλικού» ή του «σαμαρικού» έχει χάσει οποιοδήποτε περιεχόμενο), να υποδέχεται παλιούς βουλευτές του ακροδεξιού ΛΑΟΣ, να αποδέχεται επίσης μαζικά ιστορικούς αντιπάλους από το ΠΑΣΟΚ, ή κεντρογενείς φιλελεύθερους του «Ποταμιού». Κανείς από αυτούς δεν είναι «μητσοτακικός» με τον τρόπο που συγκροτούνταν παλιότερα οι προεδρικοί κύκλοι.
Η συνύπαρξή τους δείχνει πως ο κ. Μητσοτάκης, για πρώτη φορά μετά την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, συνθέτει και διαμορφώνει τον πολιτικό χώρο του οποίου ηγείται. Για τα εσωτερικά πολιτικά πράγματα και την προοπτική τους το πιο ενδιαφέρον ερώτημα της επόμενης τετραετίας του είναι εάν θα αποφασίσει αυτή η αλλαγή φυσιογνωμίας, η ανασύνθεση του πολιτικού πεδίου της κεντροδεξιάς, να εκφραστεί και οργανωτικά - δηλαδή με τη μετάβαση σε ένα νέο κομματικό σχήμα που να την αποτυπώνει και να φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Το εκλογικό αποτέλεσμα του δίνει άνεση χρόνου για να το σκεφτεί - αλλά με βάση και την πρόσφατη εμπειρία του, ο πολιτικός χρόνος ορίζεται από τα γεγονότα που είναι απρόβλεπτα.