Των Βαγγέλη Αρεταίου, Μαρίας Ζαχαράκη
Οι εκλογές στην Τουρκία, σε μία εβδομάδα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι πιο αβέβαιες, οι πιο πολωτικές και οι πιο καθοριστικές εδώ και δεκαετίες. Για την Τουρκία αποτελούν μια δοκιμασία κοινωνικής και οικονομικής καμπής, για τη Δύση μία τελική σφυγμομέτρηση της ροπής που θα πάρει η Άγκυρα τα επόμενα χρόνια.
Οι δημοσκοπήσεις, αν και δείχνουν τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να προπορεύεται, ωστόσο είναι διάχυτη η πεποίθηση/υποψία ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν θα εγκαταλείψει εύκολα τον ισχυρό θώκο.
Χθες, το ηθικό της αντιπολίτευσης έπεσε καθώς η KONDA, μία από τις πιο αξιόπιστες εταιρείες δημοσκοπήσεων, έκρινε ότι ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακάμπτει. Ο επικεφαλής Αϊντίν Ερντέμ δήλωσε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν είναι αυτή τη στιγμή πιο δημοφιλής από τον Ερντογάν, ούτε ακόμη κι ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Το ποσοστό του Τούρκου προέδρου είναι στο επίπεδο του 50%.
Οι δημοσκοπήσεις στην Τουρκία βέβαια, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, σπανίως αποτυπώνουν τον παλμό της κάλπης, πολλώ δε μάλλον τις μετεκλογικές εξελίξεις. Όπως στην περίπτωση των δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη το 2019.
Η αμφισβήτηση, πάντως, των εκλογικών αποτελεσμάτων από την κυβέρνηση σε περίπτωση ήττας της και η ακύρωση των εκλογών σε διάφορους νομούς σε περίπτωση μικρής διαφοράς, είναι πλέον το κυρίαρχο σενάριο στην πολιτική σκηνή.
Ανά κοινωνική ομάδα και κόμμα
Σε μια τόσο κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, όπου κάθε ψήφος μπορεί να αλλάξει το μέλλον της Τουρκίας, το πώς θα ψηφίσουν οι Κούρδοι, οι νέοι και οι νοικοκυρές είναι καθοριστικής σημασίας.
Η αντιπολίτευση φαίνεται να έχει κερδίσει την ψήφο των Κούρδων και των νέων γενεών ενώ οι νοικοκυρές παραμένουν ένα από τα μεγάλα ατού του ΑΚΡ και του Ταγίπ Ερντογάν.
Οι Κούρδοι, με το φιλοκουρδικό κόμμα HDP/YSP να έχει σταθερά περίπου 11% στις δημοσκοπήσεις, έχουν αποφασίσει να στηρίξουν τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Με περίπου 6 εκατομμύρια ψηφοφόρους που ψηφίζουν για πρώτη φορά και περίπου το 50% των 62 εκατομμυρίων ψηφοφόρων να έχουν γεννηθεί μετά το 1981, οι νέοι έχουν αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα. Είναι γενικά θυμωμένοι με την κυβέρνηση, αλλά δεν εμπιστεύονται απόλυτα ούτε την αντιπολίτευση.
Τα 15 εκατομμύρια γυναικών-νοικοκυρών της Τουρκίας αποτελούν, πάντως, το ισχυρότερο χαρτί του Ερντογάν. Δεν είναι υψηλά μορφωμένες και είναι πιο συντηρητικές. Περίπου το 30% παραμένουν αναποφάσιστες, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η πλειοψηφία θα ψηφίσει τελικά Ερντογάν.
Ο φόβος ως παράγοντας ψήφου
Το κλίμα ανησυχίας για την ασφάλεια των εκλογών, που άρχισε να καλλιεργείται την τελευταία βδομάδα, έχει αποκτήσει σοβαρά ερείσματα στην κοινή γνώμη.
Ο Κιλιτσντάρογλου καταγγέλλει χάκερ, τρολ και προειδοποιεί για βία το βράδυ των εκλογών, αν τα αποτελέσματα δεν ικανοποιούν την κυβερνητική παράταξη, κι από την άλλη ο Ερντογάν καλλιεργεί επίσης αφήγημα αναταραχής.
«Μια νίκη της αντιπολίτευσης θα ήταν μια νίκη για τους «τρομοκράτες» και μια απειλή για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας». Τα σχόλια αυτά στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των κυβερνητικών αποτελούν ένα δυσοίωνο προμήνυμα των πιθανών κινήσεων του Ερντογάν να αγνοήσει το αποτέλεσμα των εκλογών, εάν τις χάσει, χρησιμοποιώντας την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας ως κάλυψη.
Το «χαρτί» Οτσαλάν
Κι ενώ τα λέει αυτά ο Ταγίπ Ερντογάν, από την άλλη δημοσιοποιούνται μυστικές συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης και του φυλακισμένου ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του αρχηγού των «τρομοκρατών». Ο στόχος είναι να πειστεί ο Οτσαλάν, ο οποίος εξακολουθεί να έχει σημαντική επιρροή στους Κούρδους ψηφοφόρους, να μην ψηφίσουν τον Κιλιτσντάρογλου.
Αλλά φαίνεται να αντιστέκεται στην πίεση. Κάποιοι λένε ότι θέλει γραπτές εγγυήσεις, αν και δεν είναι σαφές για τι. Επίσης, δεν θα διακινδύνευε να φανεί ενδοτικός και να έρθει σε αντίθεση με την απόφαση που έχει πάρει το φιλο-κουρδικό κόμμα υπέρ του Κιλιτσντάρογλου.
Η Δύση και ο Κιλιτσντάρογλου
Ο Ταγίπ Ερντογάν παίζει συνήθως με επιτυχία το χαρτί του αντι-αμερικανισμού για να παρουσιάσει την αντιπολίτευση ως δυτικούς λακέδες. Το τελευταίο εξώφυλλο του Economist, που δηλώνει σαφώς ότι «ο Ερντογάν πρέπει να φύγει», αποδείχθηκε χρήσιμη προεκλογική τροφή στην επικοινωνιακή τακτική του, να κλιμακώσει περαιτέρω την αντι-δυτική προεκλογική ρητορική, επιβεβαιώνοντας έτσι το θεμελιώδες επιχείρημα εναντίον της αντιπολίτευσης: «Η Δύση την ευνοεί ή/και την υποστηρίζει, καθώς έτσι εξασφαλίζει μια ενδοτική τουρκική κυβέρνηση, έτοιμη να προβεί σε εθνικές υποχωρήσεις».
Η φιλοκυβερνητική σχολιογραφία φιλοτέχνησε με τη σειρά της μια εικόνα συντονισμένης επίθεσης στον Τούρκο πρόεδρο εκ μέρους της Δύσης, με στόχο να επηρεαστεί η ψήφος του τουρκικού έθνους και απώτερο σκοπό να βάλει κάτω από τη φούστα της την ασυμβίβαστη Τουρκία και τον ηγέτη της.