ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Χαμένη ευκαιρία

Δεν ήταν βέβαια το, κατά Φουκουγιάμα, «τέλος της Ιστορίας». Υπήρξε, όμως, μια στιγμή, εκεί περί τα μέσα της δεκαετίας του 90, όπου ο πολιτικός ανταγωνισμός έμοιαζε να διαβαίνει ένα κρίσιμο κατώφλι. Να βρίσκει ένα πλαίσιο συναίνεσης ως προς τα μεγάλα, τα «υπαρξιακά» ερωτήματα για την θέση της χώρας στον κόσμο, τις βασικές επιλογές της και τις συμμαχίες της. Η μεγάλη πόλωση που είχε σημαδέψει το τέλος της δεκαετίας του 80 είχε πια εκτονωθεί. Τα τρία κόμματα- ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός της Αριστεράς- είχαν ψηφίσει από κοινού την επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ. Και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είχε επιστρέψει στην διακυβέρνηση με μια σημαία δημοσιονομικής εξυγίανσης, ελέγχου του χρέους και ένταξης στην υπό δημιουργία τότε Οικονομική και Νομισματική Ένωση, απέναντι στην οποία η αντιπολίτευση μπορούσε να ασκεί κριτική, αλλά δεν είχε να προτείνει άλλη στρατηγική. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων δεν θα αναστέλλονταν, φυσικά, ούτε θα έσβηναν οι διαχωριστικές γραμμές σε μια μυθική «φιλελεύθερη συναίνεση», όπως ήταν της μόδας τότε να υποστηρίζεται. Αλλά θα μπορούσε η πολιτική ζωή να εξελίσσεται πια, όχι ως μια μεσανατολικού τύπου, αέναη «μάχη του φωτός με το σκοτάδι», όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Κουτσόγιωργας, ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος για τα λάφυρα της εξουσίας, ένα πολιτικό  game of thrones, αλλά ως μια ευρωπαϊκού τύπου, ώριμη αντιπαράθεση επί εναλλακτικών πολιτικών σχεδίων.

Θα μπορούσαν κάπως έτσι να εξελιχθούν τα πράγματα. Αλλά δεν έγινε έτσι. Ασφυκτιώντας σε ένα πλαίσιο στρατηγικής συναίνεσης, η Νέα Δημοκρατία μετέθεσε τον πολιτικό ανταγωνισμό σε ένα πεδίο ηθικής καταγγελίας, μαχών με το δράκο της διαπλοκής και αναζήτησης σκανδάλων, που έφθειρε την τότε κυβέρνηση Σημίτη, αλλά παράλληλα δηλητηρίαζε τις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων και δεν επέτρεπε συναντήσεις σε μακροπρόθεσμους μεταρυθμιστικούς στόχους. Το ΠΑΣΟΚ ανταπέδωσε τα ίσα, αργότερα, απέναντι στην κυβέρνηση Καραμανλή. Οι «πολεμικές σχέσεις» μεταξύ των κομμάτων διατηρήθηκαν, έστω και χωρίς πια αντικείμενο μεγάλων στρατηγικών διαφωνιών, σαν αυτές που είχαν σημαδέψει τις πρώτες δύο δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Και κάπως έτσι, όταν η αμέριμνη, «θωρακισμένη» χώρα βρέθηκε εκτεθιμένη στην καταιγίδα της οικονομικής κρίσης, οι πολιτικές της δυνάμεις δεν είχαν την στοιχειώδη δυνατότητα μιας ελάχιστης συνεννόησης ούτε για να προλάβουν την επερχόμενη συμφορά ούτε για να αφαιρέσουν τον παράγοντα «πολιτικό κόστος» από την δύσκολη εξίσωση της μάχης με την άτακτη χρεοκοπία. Όταν χτύπησε ο κεραυνός, η ΝΔ έτρεχε στο Ζάππειο, η Αριστερά χαρακτήριζε τον κίνδυνο χρεοκοπίας «παραμύθι χωρίς δράκο», το ΠΑΣΟΚ έμεινε με το μουτζούρη της κρίσης στο χέρι και η χώρα πλήρωσε με πολλαπλάσιο του αναγκαίου οικονομικό κόστος και κοινωνικό πόνο την ατυχία της.

Η δεκαετία της κρίσης, φυσικά, τίναξε στον αέρα τις στρατηγικές συναινέσεις της μετά-Μάαστριχτ εποχής και έθεσε ξανά επί τάπητος τα στρατηγικά διλήμματα. Το ευρώ, η δραχμή, η Ευρώπη και το νομισματοκοπείο ή ο Πούτιν, ως εναλλακτική στο επαχθές μνημόνιο, έμοιαζαν να ξαναμπαίνουν σε συζήτηση. Αλλά μετά την υποχρεωτική μνημονιακή προσαρμογή, της ΝΔ πρώτα, του ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ώστε εκείνη η «υπαρξιακή» συναίνεση της δεκαετίας του 90 να αναβιώσει- και μάλιστα ως μάθημα μετά από το πάθημα. Σε ένα διεθνές περιβάλλον μεγάλης αστάθειας και πολύ-κρίσεων, μας δόθηκε η ευκαιρία να σταθεροποιηθεί ξανά ένα πλαίσιο («μετά-πλειοψηφικό», σύμφωνα με την διατύπωση του Βενιζέλου) πολιτικών συμπτώσεων ως προς τα θεμελιώδη, ως προς την θέση που διεκδικεί η χώρα σε αυτόν τον ταραγμένο κόσμο.

Μετά το 2019 δόθηκε μια πραγματική, νέα ευκαιρία «κανονικότητας» στην πολιτική ζωή. Όπου η πολιτική αντιπαράθεση δεν οργανώνεται γυρω από ένα εσχατολογικό «ή εμείς ή αυτοί», ως μετάφραση του κουτσογιώργειου φωτός και σκότους. Όπου τα «υπαρξιακά» μένουν εκτός κομματικού ανταγωνισμού. Και όπου κάποιες μεγάλες, δύσκολες μεταρρυθμίσεις που απαιτούν ευρύτερη συναίνεση για να περάσουν και μακρύτερο της τετραετίας χρονικό ορίζοντα για να εφαρμοστούν, μένουν εκτός αντιπαράθεσης. Αλλά και αυτή η ευκαιρία φαίνεται να πηγαίνει χαμένη και πάλι. Η ΝΔ έκανε (και συνεχίζει να κάνει) ότι μπορεί για να κρατήσει ζωντανό τον μπαμπούλα ενός νέου 2015, ώστε να συντηρεί ένα «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» αίσθημα, του οποίου την ηγεμονία θα είχε άκοπα εξασφαλισμένη. Και ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε τα πάντα σε έναν πόλεμο με το σκιάχτρο ενός «καθεστώτος της δεξιάς», βγαλμένου από τις πιο σκοτεινές μέρες της δεκαετίας του 50, ώστε να διατηρεί, ακόμη πιο άκοπα, το μονοπώλιο της αντιπολίτευσης.

Η εν εξελίξει προεκλογική καμπάνια είναι καθρέφτης αυτών των επιλογών. Άλλοτε στο κηνύγι του επόμενου σκανδάλου, που θα κηλιδώσει ηθικά τον αντίπαλο, κι άλλοτε στην αναζήτηση του φόβητρου που θα τρομάξει και θα συσπειρώσει τους ψηφοφόρους- όσο τρομακτικός μπορεί να εκληφθεί, για παράδειγμα, ο από δεύτερο χέρι νομισματικός ιδεασμός του Βαρουφάκη.

θα μπορούσαμε να τα προσπεράσουμε όλα αυτά, ως ένα είδος «κουλέρ λοκάλ», ως μια, ακόμη και διασκεδαστική, ιδιοτυπία της πολιτικής μας παράδοσης. Αν δεν κινδυνεύαμε, έτσι, αμέριμνα και πάλι, να χάσουμε αυτό το μοναδικό, ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας που η αναδιάρθρωση και η ευρωπαϊκή ρύθμιση του δημόσιου χρέους έχει, για μια δεκαετία ακόμη, δώσει. Αν δεν κινδυνεύαμε να χάσουμε την ευκαιρία για εκείνες τις λίγες μα ζωτικής σημασίας μεταρρυθμίσεις στην ανάγκη των οποίων όλοι σχεδόν θεωρητικά συμφωνούν, αλλά το κόστος των οποίων δεν είναι καθόλου διατεθιμένοι να μοιραστούν.-

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!