H νεανική παραβατικότητα εξελίσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, ενώ τα φαινόμενα βίας στο σχολείο και έξω από αυτό εξαπλώνονται σε όλη την Ελλάδα. Τα φαινόμενα βίας δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιοχές, το αντίθετο, ούτε σε μαθητές συγκεκριμένης κοινωνικοοικονομικής προέλευσης,αλλά αφορούν τόσο δημόσια ΕΠΑΛ όσο και ιδιωτικά σχολεία.
Οι διαστάσεις του προβλήματος υποτιμώνται από την κοινωνία και συσκοτίζονται από την Πολιτεία εδώ κι αρκετά χρόνια. Η υποτίμηση σχετίζεται με τον υπερπροστατευτισμό της ελληνικής κοινωνίας προς τη νέα γενιά, ο οποίος συνεπικουρείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχετίζεται επίσης με τους χαλαρούς σχεδόν ανύπαρκτους κανόνες καθημερινής συμπεριφοράς των εφήβων και νέων.
Η συσκότιση σχετίζεται με τις ευμετάβολες νομικές συνέπειες για τις παραβατικές συμπεριφορές, δηλ. συνέπειες που αίρονται ή αναιρούνται με την πρώτη ευκαιρία από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και με την ανυπαρξία πρόληψης.
Οι ευμετάβολες συνέπειες αφορούν τα ηλικιακά όρια ποινικής ευθύνης. Εφόσον τα όρια αλλάζουν κατά καιρούς, δηλ. αυξάνουν, δεν υπάρχουν αδικήματα να καταγραφούν και δράστες να τιμωρηθούν. H πραγματική εικόνα είναι άγνωστη διότι δεν υπάρχει διαχρονικότητα στην καταγραφή της.
Για παράδειγμα, η αστυνομία αναφέρει ως γνωστούς δράστες κατά τη διάρκεια του 2000,541 άτομα ηλικίας 7-12 ετών, 22.831 άτομα ηλικίας 13-17 ετών και 37.093 άτομα ηλικίας 18-20 ετών. Το 2020, δηλ. 20 χρόνια αργότερα, οι αντίστοιχοι γνωστοί δράστες 7-12 ετώνήταν 262, 13-17 ετών 6.153 και 18-20 ετών8.696. Λαμβάνοντας υπόψιν και την εκτεταμένη αποποινικοποίηση του 2011, η μείωση του αριθμού των δραστών εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακήκαι θα μπορούσε να είναι άξια συγχαρητηρίων για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, εάν ήταν πραγματική. Για τους 7-12 ετών η μείωση είναι 51,6%, για τους 13-17 ετών είναι 73,1% και για τους 18-20 ετών είναι 76,6%.
Βεβαίως, ένα μεγάλο μέρος της νεανικής παραβατικότητας διακόπτεται με την ενηλικίωση, όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ατιμωρησία και στην αυστηρή τιμωρία.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προτιμήσει όχι απλώς να μην χρησιμοποιούν την αυστηρή τιμωρία (σωστά κατά την γνώμη μου), αλλά ούτε και την εναλλακτική τιμωρία (δηλ. κοινωφελή εργασία, αποκατάσταση της βλάβης, παρακολούθηση προγραμμάτων κ.ά.). Με απλά λόγια,χρησιμοποιούν την ατιμωρησίαως πολιτική για να αντιμετωπίζουντην παράνομη συμπεριφορά των εφήβων.Παράδειγμα ο σχολικός εκφοβισμός, ο οποίος δεν καταγράφεται διότι δεν υπάρχει αδίκημα. Η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη το 2015 έφερε στο φως ένα πρόβλημα το μέγεθος του οποίου φάνηκε ότι είτε αγνοείτο είτε αποσιωπάτο.
Μετά το θάνατό του έγινε μία προσπάθεια (Ν. 4322/2015,άρ. 8 [1], άρ. 312 ΠΚ) ποινικοποίησης του σχολικού εκφοβισμού, όμως ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) τροποποίησε ριζικά το περιεχόμενο του άρθρου 312 ΠΚ με αποτέλεσμα οι πράξεις βίας μεταξύ ανηλίκων να μην περιλαμβάνονται πια στις διατάξεις του και αναγνωρίζεται μόνο η ποινική ευθύνη των γονέων στην τέλεση αξιόποινης πράξης από το ανήλικο τέκνο τους (άρ. 360 ΠΚ).
Η ίδια η κυβέρνηση που ποινικοποίησε τον σχολικό εκφοβισμό, η ίδια και κατήργησε τη σχετική ρύθμιση. Απόδειξη της έλλειψης εμπεριστατωμένης γνώσης και σταθερής πολιτικής ακόμη και των ίδιων κυβερνήσεων. Ανεξαρτήτως του εάν κάποιος επιδοκιμάζει ή όχι την ποινικοποίηση του σχολικού εκφοβισμού, γεγονός είναι ότι τώρα δεν υπάρχει καμία απολύτως συνέπεια για τον δράστη. Η δε τελευταία νομοθετικήρύθμιση του Μαρτίου 2023 «Ζούμε Αρμονικά ΜΑΖΙ…» (Ν. 5029/2023) εξαντλείται σε ψηφιακές πλατφόρμες καταχώρισης των περιστατικών.
Την τελευταία 10ετία παρατηρείται επίσης η ανάπτυξη μιας ενεργά επιθετικής κουλτούρας προς τους θεσμούς από ανηλίκους και νέους, βιαιοπραγίες κατά προσώπων και καταστροφές δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.
Tις δεκαετίες ’80 και ’90, αλλά και παλαιότερα, οι παραβατικές συμπεριφορές ανηλίκων οφείλονταν στην παραμέλησή τους, τώρα οι μορφές παραβατικότητας χαρακτηρίζουν ως επί το πλείστον νέους που ψάχνουν για συγκινήσεις.
Επιπλέον, ένας ιδιαιτέρως κρίσιμος και ιδιάζουσας σημασίας παράγοντας για τη νεανική παραβατικότητα είναι οι νέες τεχνολογίες. Αυτές παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες χρήσης τους για παραβατικές συμπεριφορές και καθιστούν την ένταξη των νέων σε οργανωμένες ομάδες ευκολότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Εξάλλου, η συχνή απεικόνιση της βίας από τα παραδοσιακά και τα νέα μέσα ενημέρωσης μπορεί να συμβάλει στην εγκληματικότητα και τη βία.
Μετά τη δολοφονία του 2χρονου JamesBulger το 1993 από δύο 10χρονα αγόρια στη Βρετανία, η ElizabethNewson, αναπτυξιακή ψυχολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Nottingham, δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο «Η βία στα βίντεο και η προστασία των παιδιών» (1994). Εκεί σημείωσε ότι ο αντίκτυπος της βίας που παρουσιάζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στα παιδιά είναι σταδιακός και ανεπαίσθητος. Το 2007 μία μέτρηση στις ΗΠΑ υπολόγισε ότι κάθε μικρός Αμερικανός μέχρι να τελειώσει το δημοτικό σχολείο, θα έχει δει 8.000 δολοφονίες και 100.000 πράξεις βίας στην τηλεόραση.
Το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας και το συστατικό στοιχείο της βίας που εμπεριέχει είναι πολυσύνθετο. Οι περισσότερες μελέτες έχουν εντοπίσει ότι οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για τη χρήση βίας από ανηλίκους είναι: χαμηλός δεσμός με το σχολείο (από τους κορυφαίους συντελεστές της παραβατικότητας) και σχολική αποτυχία, φτωχά εκπαιδευτικά πρότυπα, έλλειψη ηθικής καθοδήγησης, βία στους κοινωνικούς κύκλους, αρνητική πίεση από συνομηλίκους, βία στο σπίτι, κατάχρηση ουσιών και κοινωνική αποδιοργάνωση.
Όλα τα παραπάνω αφορούν άμεσα την νεανική παραβατικότητα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η διάχυτη χρονίζουσα κρίση αξιών στην ελληνική κοινωνία, το σχολείο της ελάχιστης προσπάθειας, η προβολή μόνο καταναλωτικών προτύπων στη δημόσια ζωή, ο νεοπλουτισμός, η ψευδής ευημερία καιη απαξίωση του πολιτικού συστήματος αντιστοιχούν στους κινδύνους που προαναφέρθηκαν.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος υπάρχουντρόποι. Οι άξονες είναι συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη εκπαιδευτικών μονάδων /καθηγητών, μαθητών, γονέων και τοπικής αυτοδιοίκησης, «τήρηση στοιχειωδών κανόνων συμπεριφοράς βάσει αξιών και υψηλών προτύπων στα σχολεία και μηδενική ανοχή σε φαινόμενα εκφοβισμού και βίας κάθε μορφής»[1].
Η Έφη Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[1]Χατζηαναστασίου, Τάσος (21.1.2023), «Βαθμών κατάθεση, ευθυνών μετάθεση», Ρήξη 181: 11.