Ότι το βιβλίο αυτό είναι επιθετικά έντονο, στα όρια του οργισμένου, προκύπτει ήδη από τον τίτλο του. Άλλωστε, για τους τυχόν απρόσεκτους, μια σβάστικα κοσμεί επιπροσθέτως το εξώφυλλο…
Η ένταση δεν αφορά μόνο τις ελληνογερμανικές σχέσεις, για τις οποίες ο Γ. Χαρβαλιάς τοποθετείται διαφανέστατα με την διατύπωση «το ιστορικό φορτίο εξακολουθεί να είναι πολύ βαρύ για λογαριασμό της Γερμανίας, κάνοντας το ισοζύγιο ηθικής στις σχέσεις των δυο χωρών να γέρνει επικίνδυνα», ή πάλι με την προειδοποίηση «αβασάνιστη πρόσδεση της Ελλάδας σε ένα γερμανικό άρμα που στον παρελθόν λοξοδρόμησε και σήμερα δεν ξέρουμε προς τα πού τραβάει». Αλλά εκτείνεται και σε καταγγελία για τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο της Pax Germanica», που κατ’ αυτόν καταλαμβάνει όλη την Ευρώπη – με την πρόσφατη απόφαση για επανεξοπλισμό της με την συγκυρία/ευκαιρία του Ουκρανικού να διεκδικεί προβεβλημένη θέση στην ανάλυσή του.
Η ιστόρηση του γερμανικού αποτυπώματος στην ιστορική διαδρομή της σύγχρονης Ελλάδας ξεκινά ήδη από τα Οθωνικά χρόνια. Καταλαμβάνει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σχέση της γερμανικής πολιτικής με τον Διχασμό στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. καλύπτει την φρίκη και την οδύνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. καταλήγει στη δημιουργία του πλέγματος μεταπολεμικών σχέσεων, όταν η Γερμανία έκανε (και πέτυχε) την οικονομική της επανεκκίνηση και βρέθηκε σταδιακά να έχει καθοδηγητικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτή η αναζήτηση Χαρβαλιά – όπως το διαβάζει προλογικά ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής – κινείται «άμεσα, αιχμηρά, χωρίς αναστολές και καθωσπρεπισμούς» σε μια κατεύθυνση «αναθεωρήσεων στην βολική άνεση της προκατειλημμένης σιγουριάς μας». Οπότε, «όσο περισσότερο μας δυσκολεύει τον ύπνο γιατί μας έχει προκαλέσει προβληματισμούς, τόσο την επόμενη μέρα μας επιβάλλει να αναζητήσουμε πηγές και πληροφορίες».
Πέρα και πάνω από αυτού του είδους την προλογική παρουσίαση, εκείνο που υποχρεώνει σε αναστοχασμό από το βιβλίο του Γ. Χαρβαλιά είναι η διάχυτη διαπίστωση ότι μιας μορφής αντιγερμανισμός τείνει να «αναλάβει» στην ελληνική κοινή γνώμη τον ρόλο εκείνου που επί δεκαετίες είχε κρατήσει ο αντιαμερικανισμός. Και τούτο σε αντίθεση με την ταχύτητα με την οποία έσβησε τις αμέσως μεταπολεμικές δεκαετίες η βαριά σκιά της Κατοχής. (Αφήνοντας βέβαια πίσω, πάντοτε ανοιχτό, πλην μηδέποτε αληθινά διεκδικημένο, το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων κι ακόμη περισσότερο του αναγκαστικού κατοχικού δανείου. Για το οποίο ο Χαρβαλιάς προσάγει πλήθος στοιχεία του τότε και του τώρα, χωρίς πάντως πολλή στοργή για τις «υπαρκτές και ορατές δυσκολίες στην διεκδίκησή του» - πάλι Κ. Καραμανλής).
Το τμήμα αυτό του βιβλίου κωδικοποιεί υλικό που ξαναέχουμε δει – δεν είναι λίγες οι φορές που το θέμα των επανορθώσεων ξεκίνησε να τίθεται, ούτε λίγες οι αναφορές στην ιδιαίτερη νομική φύση του κατοχικού δανείου από διάφορες, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις – όμως επανέρχεται στην ανάλυση Χαρβαλιά ως αποδεικτικό υλικό μιας μέχρις υποτελείας διστακτικότητας των ελληνικών ηγεσιών να επιμείνουν….
Εκεί πάντως που η πέννα του Χαρβαλιά κάνει την πιο σημαντική για το αύριο σύνθεση, είναι η παρακολούθηση των χρόνων των Μνημονίων, των καθοριστικών συμπεριφορών της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας για τιμωρητική μεταχείριση της Ελλάδας/της ελληνικής οικονομίας/των Ελλήνων από τους Ευρωπαίους «εταίρους». Κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, αυτή η προσέγγιση στα πράγματα έρχεται να διασυνδεθεί με την υπόθεση Siemens αλλά και την πιο πρόσφατη επίσπευση της πράσινης μετάβασης/του ενεργειακού σχεδιασμού της Ελλάδας των τελευταίων χρόνων, με τις νέες τεχνολογικές διασυνδέσεις που εισάγει και στην σύστοιχη γερμανική τεχνολογική παρουσία.
Άμα ακολουθήσει, τώρα, κανείς τη διαδρομή του επιχειρήματος Χαρβαλιά από την βασική του ρίζα – την άποψη ότι στην αμέσως μεταπολεμική Γερμανία η «ανάγκη» όρθωσης αντικομμουνιστικού/αντισοβιετικού φράγματος περιόρισε την αποναζιστικοποίηση και (ακόμη περισσότερο) επέτρεψε την επαναβιομηχάνισης της γερμανικής οικονομίας που θα είχε αποφευχθεί αν είχε επικρατήσει το Σχέδιο Μόργκεντάου, του υπουργού Οικονομικών του Ρούζβελτ, στερώντας από τη Γερμανία το βάθρο επιβολής της – βλέπει την αντιστοιχία που προκύπτει με την ελληνική περίπτωση και τις βαθύτερες ρίζες της γερμανικής οικονομικής παρουσίας στον δημόσιο βίο της χώρας μας.
Λέει το επιχείρημα αυτό ότι όπως στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας/στο «γερμανικό θαύμα» επί Αντενάουερ και Ερχαρντ καθοριστικό ρόλο έπαιξε όχι μόνο το Σχέδιο Μάρσαλ, αλλά η παρασκηνιακή στήριξη τμημάτων του αμερικανικού οικονομικού κατεστημένου προς την συνέχιση των γερμανικών επιχειρηματικών «σπιτιών» του Μεσοπολέμου, αντίστοιχα και στην Ελλάδα η γερμανική οικονομική παρουσία και οι σχέσεις με το Ε\ελληνικό οικονομικοπολιτικό κατεστημένο αναβίωσαν κάποια χρόνια μετά τον Πόλεμο. Και απέδωσαν ένα νέο συνεχές σχέσεων, σχέσεων που καταλήγουν σε εξάρτηση – με την περίπτωση Siemens να αποτελεί μόνον την κορυφή του παγόβουνου.
Δεν ξέρουμε αν η ένταση των εκφράσεων και το υπορρέον συναισθηματικό φορτίο του «Γιαβόλ» του Γ. Χαρβαλιά βοηθούν ή αντιθέτως θολώνουν το επιχείρημα. Όμως, άμα κανείς διαβάσει τον πυρήνα του, δύσκολα θα το παραμερίσει από την τωρινή προσπάθεια που καταβάλλουμε (;) οι μεταΜνημονιακοί Έλληνες να επαναπροσδιορίσουμε την πορεία μας. Να καταλάβουμε τα ίδια μας τα αντανακλαστικά, όπως χρειαστήκαμε δεκαετίες για να κατανοήσουμε τα αντανακλαστικά της Μεταπολίτευσης. Αυτό ,θαρρούμε, εξηγεί και τον πρόλογο Κώστα Καραμανλή σε ημέρες – μην το παραβλέπουμε – προσπάθειας «αποΚαραμανλοποίησης» της Νέας Δημοκρατίας…