Η πρόσφατη απόφαση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων στην Ελλάδα να μην απομονώνονται οι διασωληνωμένοι ασθενείς covid19 από τους υπόλοιπους ασθενείς στις ΜΕΘ γεννά αισιοδοξία αλλά ταυτόχρονα και το εύλογο ερώτημα: Ήρθε επιτέλους το τέλος της πανδημίας; Η απάντηση στο τελευταίο έχει ήδη δοθεί εδώ και καιρό από την ίδια την κοινωνία. Ιστορικά δεδομένα τονίζουν ότι το τέλος μιας πανδημίας δεν έρχεται με την εξαφάνιση του ιού, τη διακοπή της μεταδοτικότητας του, την εξασθένηση της λοιμοτοξικότητας του, ήτοι ηπιότερη νόσηση, ή από τις αποφάσεις της πολιτείας και των υγειονομικών θεσμών για την άρση των περιοριστικών μέτρων. Το τέλος της πανδημίας έρχεται όταν η κοινωνία αποφασίσει να αποδεχθεί τον κίνδυνο έκθεσης στον ιό και επιστρέψει σε μια ασφαλή κανονικότητα. Η αποδοχή αυτού του ρίσκου, δεν προϋποθέτει την κατανόηση και ενσυνείδητη εφαρμογή πολύπλοκων επιστημονικών δεδομένων από μεριάς του απλού πολίτη (άλλωστε ουδέποτε αυτό αποτέλεσε κινητήριο δύναμη στη λήψη αποφάσεων, είτε πρόκειται για μια πανδημία είτε για εθνικές εκλογές ή δημοψηφίσματα), αλλά αντίθετα το συγκερασμό και την ισορροπία των δυο βασικών στοιχείων της ψυχολογίας του κοινωνικού συνόλου, του αισθήματος της ασφάλειας και αυτού της ψυχολογικής κόπωσης. Για το πρώτο αίσθημα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η επιστήμη η οποία πλέον δηλώνει με σχετική βεβαιότητα και μικρό περιθώριο σφάλματος (α-σφάλεια) τα κάτωθι: (1) ο ιός έχει πάψει να είναι θανατηφόρος για τον γενικότερο πληθυσμό και ουσιαστικά η επικινδυνότητα του περιορίζεται στα ανοσοκατεσταλμένα άτομα, (2) η προστατευτική υβριδική ανοσία έναντι σοβαρής νόσησης του γενικότερου πληθυσμού είναι σε αποδεκτά επίπεδα και ξεπερνάει το 80%, (3) πλέον υπάρχουν τα θεραπευτικά μέσα (αντι-ιικά και λοιπά) για την αντιμετώπιση του ιού. Τα αδιάσειστα αυτά επιστημονικά δεδομένα αφομοιώθηκαν από τη συνείδηση του κόσμου γιατί επικοινωνήθηκαν με απλό, εύληπτο και ανθρώπινο τρόπο και φυσικά εμπλουτίστηκαν και με την ίδια τη βιωματική προσέγγιση του καθενός τα τελευταία 3 χρόνια.
Αναφορικά με το δεύτερο αίσθημα τα διαρκή και εξοντωτικά αλλά ταυτόχρονα αναγκαία περιοριστικά μέτρα, η επιβολή μέτρων ατομικής προστασίας και η κοινωνική αποστασίωση δίχασαν το κοινωνικό σύνολο, εξουθένωσαν και αποστράγγισαν ψυχολογικά μια ολόκληρη κοινωνία και οδήγησαν πρόωρα σε επιστροφή στην κανονικότητα με υψηλό, όμως, ρίσκο και πλήρη ανασφάλεια. Οι αντιδραστικές αυτές, αλλά καθόλα ανθρώπινες, συμπεριφορικές αλλαγές είχαν ενίοτε επώδυνες συνέπειες για πολλούς συμπολίτες μας. Πλέον όμως βρισκόμαστε σε μια ευτυχή χρονική συγκυρία οπότε η ανθρώπινη ανάγκη για να τεθεί ένα τέλος σε αυτή την καταπίεση, τον φόβο και τον περιορισμό επενδύεται με το αίσθημα ασφάλειας που εμπνέει η επιστήμη και δημιουργείται έτσι το απαραίτητο οικοσύστημα για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Ωστόσο κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις. Στην προκειμένη περίπτωση η άλλη όψη του νομίσματος εστιάζεται στην αναγκαιότητα της επικοινωνίας, τόσο από την μεριά της επιστήμης όσο και της πολιτείας, με κατανοητό και εύληπτο τρόπο, του μηνύματος ότι ενδημικότητα δεν σημαίνει επουδενί εξάλειψη του ιού από την καθημερινότητα μας. Ενδημικότητα είναι η συχνή ή ακόμα και η διαρκής παρουσία του ιού στην κοινότητα με τρόπο όμως που μπορεί να προβλεφθεί καθώς προσβάλλει συγκεκριμένους υποπληθυσμούς ατόμων (κυρίως ανοσοκατεσταλμένους και ανεμβολίαστους) και δίχως να προκαλεί πίεση στο υγειονομικό σύστημα. Η ενδημικότητα όμως μπορεί να διακοπεί από επιδημικές εξάρσεις ανάλογα με την εποχή αλλά και τον βαθμό ανοσοποίησης του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ιός της γρίπης ο οποίος προκάλεσε πανδημία το 2009 και εν συνεχεία περιορίστηκε και έγινε ενδημικός με επιδημικές όμως εξάρσεις οι οποίες κατέληξαν σε 52.000 θανάτους στις ΗΠΑ το 2018, με αποκορύφωμα τους 1500 θανάτους μέσα σε μια ημέρα, κυρίως λόγω χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης. Τα ιστορικά αυτά δεδομένα δεν παρατίθενται για να τρομοκρατήσουν αλλά για να τονίσουν για μια ακόμη φορά ότι η ενδημικότητα δεν είναι ούτε ήπια ούτε αθώα. Ενδημικότητα σημαίνει ότι η νόσος είναι πλέον ελεγχόμενη, σίγουρα όμως όχι απούσα. Έγκειται πλέον στην ατομική συνείδηση του κάθε πολίτη να διαχειριστεί το επίτευγμα αυτό της αγαστής συνεργασίας επιστήμης, κοινωνίας και πολιτείας, με τρόπο υπεύθυνο και δημοκρατικό ώστε η δική του συμβίωση με τον κορονοϊό να μην αποτελεί δυσβίωση για τον ευπαθή, ευάλωτο, και ανοσοκατεσταλμένο συνάνθρωπο του.
Όπως άλλωστε είχε πει ο μεγάλος στοχαστής και ποιητής T.S Eliot: Αυτό που αποκαλούμε αρχή είναι συχνά το τέλος. Και το να βάλεις ένα τέλος είναι να κάνεις μια αρχή. Το τέλος είναι εκεί από όπου ξεκινάμε.
Ο Αργύρης Τζουβελέκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πνευμονολογίας Πανεπιστημίου Πατρών και Πανεπιστημίου Yale, USA