Στο Ecofin[1] που έλαβε χώρα την Τρίτη 14.03 συμφωνήθηκαν οι βασικές συντεταγμένες για το πλαίσιο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής που θα ισχύει από το 2024, έτος που – όπως όλα δείχνουν – θα ανασταλεί η ρήτρα διαφυγής και θα (επαν)ενεργοποιηθεί το (αναθεωρημένο) Σύμφωνο Σταθερότητας. Παράλληλα οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με τα κράτη – μέλη προκειμένου έως το τέλος του τρέχοντος έτους να οριστικοποιηθεί το νέο πλαίσιο και να λάβει την απαραίτητη νομοθετική ισχύ.
Το κείμενο των αποφάσεων του Ecofin στηρίζεται στην πρόταση που είχε καταθέσει ο αρμόδιος Επίτροπος της DGEcFin, Πάολο Τζεντιλόνι, τον περασμένο Νοέμβριο και την είχαμε αναλύσει σε άρθρο στο KReport[2]. Οι πιο βασικές κατευθύνσεις – συγκλίσεις που εμπεριέχονται στο κείμενο του Ecofin είναι οι εξής:
Στο ίδιο μήκος κύματος το Eurogroup[3] της Δευτέρας 13.03.23 κάλεσε τις χώρες – μέλη της Ευρωζώνης να προχωρήσουν στην σταδιακή απόσυρση των γενικευμένων μέτρων στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ελήφθησαν κατά την περίοδο κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης και τον παράλληλο περιορισμό τους μόνο προς τις πιο ευάλωτες περιπτώσεις. Παράλληλα τονίσθηκε ότι τα όποια μέτρα οφείλουν να έχουν προσωρινό χαρακτήρα προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η δημοσιονομική ισορροπία.
Το επόμενο διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς απαραίτητο στοιχείο για τις κατευθυντήριες γραμμές της διαβούλευσης μεταξύ Ε.Ε. και μελών – κρατών θα έχουν οι πιθανές αποφάσεις που θα παρθούν στο κορυφαίο επίπεδο της επικείμενης Συνόδου Κορυφής.
Οι ισχυρές χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, προεξάρχουσας της Γερμανίας, έχοντας θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση του ζητήματος του πληθωρισμού θεωρούν ως ενδεδειγμένη λύση την αυστηροποίηση τόσο της δημοσιονομικής όσο και της νομισματικής πολιτικής χωρίς εξαιρέσεις «χαλάρωσης» σε κάποιες χώρες - μέλη. Όσον αφορά το πολιτικό ζήτημα που είχε αρχικά τεθεί σχετικά με την ενδυνάμωση του ρόλου της Ε.Ε., ο καθαριστικός ρόλος που δόθηκε στο Συμβούλιο των Υπουργών για την τελική έγκριση των εθνικών σχεδίων και η τήρηση των συμφωνημένων ορίων για το έλλειμμα και το χρέος δημιούργησαν το κατάλληλο πλαίσιο συμβιβασμού για τον καθορισμό των επιμέρους ρόλων. Παράλληλα, αρκετές χώρες έχουν βάλει στο τραπέζι ενδιαφέρουσες προτάσεις όπως η εξαίρεση των επενδύσεων για την «πράσινη μετάβαση» και των δαπάνες για αμυντικούς εξοπλισμούς και την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού/προσφυγικού από την μέτρηση του ετήσιου ελλείμματος, σημεία που θα αποτελέσουν μέρη της διαπραγμάτευσης στο επίπεδο των αρχηγών κρατών.
Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσουμε για την Ελλάδα είναι η μετάβαση σε μια νέα φάση, πιο απαιτητική και λιγότερο γενναιόδωρη σε σύγκριση με την τελευταία τριετία.
Μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, το μίγμα των μέτρων στήριξης (τα διάφορα επιδόματα με τον χαρακτηριστικό τίτλο pass και οι επιχορηγήσεις στους ενεργειακούς λογαριασμούς) δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί ως προς την μεθοδολογία και τη στόχευση του. Η επόμενη ημέρα σαφώς θα είναι διαφορετική, αλλά οφείλουμε να παραδεχθούμε πιο ευνοϊκή σε σύγκριση με τις απαιτήσεις του ισχύοντος ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου.
Ταυτόχρονα, χωρίς να γνωρίζουμε το ακριβές ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα πρέπει να επιτύχουμε από το 2024 (με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να το φέρουν στην περιοχή του 2%/έτος) είναι προφανείς οι αυξημένες απαιτήσεις και τα καθήκοντα των πολιτικών κομμάτων για τον σχεδιασμό του απαιτητού αναλυτικού εθνικού σχεδίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων.
Ο Δημήτρης Λιάκος, είναι οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός
[3] https://www.consilium.europa.eu/el/meetings/eurogroup/2023/03/13/