Παρίσι, Παρασκευή πρωί. Οι μαθητές λυκείου του Ιστορικού Πρότυπου Δημοσίου σχολείου Henri IV, στο πέμπτο διαμέρισμα της πόλης, έχουν στήσει τους ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών μπροστά στην μνημειώδη είσοδο του κτηρίου. Κάποιοι σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα, άλλοι κρατώντας πλακάτ, τεντωμένες οι γροθιές τους, τραγουδούν όλοι και όλες μαζί αντικυβερνητικά συνθήματα. Το θέαμα είναι ευχάριστο, ελπιδοφόρο. Όχι γιατί τα παιδιά καταλαμβάνουν την είσοδο· άλλωστε, μαθητικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις έχουν διαδραματιστεί πολλές φορές στην Γαλλικά πρωτεύουσα. Αλλά γιατί παίρνει υγιή σάρκα ένα κλίμα αντίδρασης. Σε τι;
Σε μια κυβέρνηση που άγεται και φέρεται βάσει της βούλησης και της αίσθησης παντοδυναμίας του προέδρου Μακρόν. Η πολυσυζητημένη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού επεβλήθη, παρακάμπτοντας την συμβολικά απαραίτητη ψήφο των εκλογικών εκπροσώπων στην Βουλή. Πράγματι, το άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος επιτρέπει στην εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση να επιβάλλει την εφαρμογή ενός μέτρου ή ενός σχεδίου νόμου, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνεται κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η συνταγματική αυτή ιδιαιτερότητα, που κληρονομήθηκε από την πρωτοβουλία συνταγματικής αναθεώρησης του προέδρου Ντε Γκώλ το 1958, δεν αποτελεί πρακτική εξαίρεση. Ο πρωθυπουργός Ροκάρ της δεύτερης σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του προέδρου Μιτεράν, χρησιμοποίησε 28 φορές το άρθρο 49.3 του Συντάγματος. Κατά την προεδρία Ολάντ, ο μεταρρυθμιστικός νόμος που αφορούσε στο εργασιακό, εφαρμόστηκε επίσης βάσει επίκλησης στο συγκεκριμένο άρθρο.
Ωστόσο, τούτη την φορά, η θεσμοποιημένη, συνταγματική αυτή παράκαμψη φαίνεται να εξάντλησε την ανοχή των Γάλλων σε μια κυβέρνηση που δεν κατάφερε, ούτε το 2017, ούτε το 2022, να συγκεντρώσει μια αποδοχή που ξεπερνούσε το 25% στον πρώτο εκλογικό γύρο των προεδρικών εκλογών. Την Πέμπτη το απόγευμα, η πολυαναμενόμενη διαδικασία επικύρωσης του νομοσχεδίου στην Βουλή, εξελίχθηκε τελικώς σε συλλογική αποδοκιμασία της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπόρν, ενώ εκείνη εξέθετε από το βήμα του κοινοβουλίου, την βούληση της κυβέρνησης να επιβάλλει μια καθ’όλα ανεπιθύμητη μεταρρύθμιση. Η αυθόρμητη - κυρίως φοιτητική - συγκέντρωση που ακολούθησε μερικά χιλιόμετρα μακριά από κοινοβούλιο, υπέστη αστυνομική καταστολή, με έναν απολογισμό περίπου διακοσίων προσαγωγών.
Στην ουσία, η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στην επιμήκυνση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Η κυβέρνηση επικαλείται δημοσιονομικές αιτίες, καθώς κυνηγά την επίτευξη της μείωσης του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ στην επόμενη διετία. Επιπροσθέτως, επιστρατεύτηκε, από διάφορα κυβερνητικά στελέχη, το επιχείρημα της δημογραφικής επιβάρυνσης. Πράγματι, το 1975, κατά μέσο όρο, 3.2 εργαζόμενοι πλήρωναν εισφορές για 1 συνταξιούχο. Το 2015, η αντίστοιχη αναλογία είναι περίπου της τάξεως του 1.3 προς 1 (σύμφωνα με στοιχεία της Γαλλικής Στατιστικής Αρχής - INSEE).
Παρά ταύτα, έχει μικρή σημασία η άμεση επίπτωση του εν λόγω μέτρου. Στην τελική, και με την επιμήκυνση της συνταξιοδοτικής ηλικίας, η Γαλλία παραμένει στις χαμηλότερες ηλικιακές προδιαγραφές της ΕΕ. Η αντίδραση των πολιτών φαίνεται να έγκειται σε ένα βαθύ αίσθημα αδικίας και περιφρόνησης. Δεν πρωτοτυπεί μέχρι στιγμής το πόρισμα. Άλλωστε η πρακτική αλλά και ουσιώδης απόρριψη της πολιτική τάξης από το κοινωνικό σύνολο συνιστά χρόνια παθογένεια των δημοκρατικών μας πολιτευμάτων. Πέραν της έλλειψης της πλειοψηφικής στήριξης των πολιτών, ο Μακρόν φαίνεται να επιμένει να αγνοεί, ότι το χρίσμα που έλαβε το 2017 αλλά ειδικά το 2022 ήταν άρρηκτα συνυφασμένο με την αποφυγή της Ακροδεξιάς Λεπέν.
Πράγματι, οι πολιτικές υποχωρήσεις στις οποίες θα περίμεναν θεμιτά οι πολίτες να προβεί, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Προφανέστατα άκρως αντιπροσωπευτική της ακαμψίας του προέδρου, η εν λόγω μεταρρύθμιση, επιβάλλεται συνταγματικά ακριβώς διότι ο ίδιος και η κυβέρνηση του ήταν πλήρως ενήμεροι πως η κοινοβουλευτική επικύρωση ήταν κρίσιμα αβέβαιη (η παράταξη του Μακρόν δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία).
Εντέλει, αυτό που φαίνεται να δημιουργεί το χάσμα στην πολιτική μετάφραση είναι η αδυναμία αντίληψης ή έστω ενσυναίσθησης του προέδρου Μακρόν. Για τον ίδιο, δίχως αμφιβολία, η μεταρρύθμιση αυτή είναι λογική και απαραίτητη. Είναι ίσως ακόμα και ευνόητου οφέλους. Και μπορεί να έχει δίκιο. Ακόμα και έτσι ωστόσο, δυστυχώς ή ευτυχώς, η θεσμική επιβολή δεν αποκτά νομιμότητα και αξιοπιστία εκ των υστέρων. Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε ορθολογικό επιχείρημα δεν μεταβάλει ένα συναίσθημα βίαιης παρέμβασης και περαιτέρω αποδόμησης των εργασιακών συνθηκών των ανθρώπων. Εκεί εντοπίζεται και η άλυτη εξίσωση της πολιτικής : η συμφιλίωση της άμεσης βελτίωσης με την έμμεση βιωσιμότητα. Εάν στο ορατό μέλλον ένα πολίτης αντικρίζει Γολγοθά, οποιαδήποτε μελλοντική προβολή παύει να αποκτά σημασία.
Κλείνοντας, στην τωρινή συνθήκη εντοπίζω τις μάλλον τελευταίες απόπειρες επιβίωσης του πολιτικού φιλελευθερισμού. Όχι διότι ιδεολογικά ή συλλογιστικά πάσχει σε σύγκριση με εναλλακτικά αφηγήματα και εγχειρήματα . Αλλά διότι όσοι θέλησαν να γίνουν πρεσβευτές του, έσφαλαν θεμελιωδώς, θεωρώντας πως οι φιλελεύθερες αξίες και πολιτικές ήταν τόσο ευνόητες που δεν μπορούσε να τεθεί και να σταθεί μια αρνητική αντίδραση. Και μπροστά στην ματαίωση της φαντασίωσης αυτής, κατέφυγαν με μια Αισχύλεια τραγικότητα στην συμβολική βία.
Stratis Guillaume Chomenidis , Philosophy & Psychoanalysis PhD candidate
Université Paris I Panthéon - Sorbonne
UNA Europa Academic Ambassador