Την προηγούμενη Κυριακή ο Κώστας Καλλίτσης έγραψε ένα ωραίο άρθρο στην Καθημερινή, με αφορμή το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, με τον εύγλωττο τίτλο «Τρύπιο κράτος». Ομολογώ πως το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον, κυρίως γιατί δεν περιορίζεται στις δυσάρεστες διαπιστώσεις όπως «στην Ελλάδα εξακολουθούμε να έχουμε ένα κράτος – βαρίδι, που εκτός των άλλων αποδεικνύεται και επικίνδυνο για τη ζωή των πολιτών του: ένα πελατειακό, αυταρχικό και καθυστερημένο κράτος» αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και θέτει το κύριο πολιτικό δίλημμα: «Με αυτό το κράτος πρέπει να τελειώνουμε. Ή θα το μεταρρυθμίσουμε ή αυτό θα καταστρέψει την Ελλάδα».
Θα ήθελα να καταθέσω μια σκέψη πάνω σε αυτό το δίλημμα, υποθέτοντας ότι έχει τεθεί αρκετές φορές στην ιστορία του ελληνικού κράτους, με διάφορους τρόπους. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που αποκαλύπτεται η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού στην εκπλήρωση των βασικών του λειτουργιών. Αντίθετα, είναι τόσες οι φορές που έχει αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων που κανείς πλέον δεν εκπλήσσεται. Η διαδικασία είναι γνωστή. Μετά την αρχική άρνηση και τη διαπραγμάτευση, ακολουθούν η οργή και η θλίψη, με τελική κατάληξη την αποδοχή. Έχοντας συνηθίσει την κρατική αναποτελεσματικότητα και ανευθυνότητα, τη χαμηλή ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και την εκτεταμένη κακοδιοίκηση και διαφθορά, οι πολίτες έχουν προσαρμόσει τις προσδοκίες τους.
Το εύλογο ερώτημα είναι τι κάνουν για αυτό. Σε τελική ανάλυση, το κράτος διοικείται από εκλεγμένους πολιτικούς που επιλέγει το εκλογικό σώμα ανάλογα με τις πολιτικές του προτιμήσεις και απαιτήσεις. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Douglass North έγραφε το 1980 ότι η ιστορική διαδικασία γένεσης του κράτους στηρίχθηκε σε μια βασική συναλλαγή του ηγεμόνα με τους υπηκόους του, την παροχή προστασίας έναντι της πληρωμής φόρων. Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, φυσικά, πολλά έχουν αλλάξει: Ο ηγεμόνας είναι πλέον το δημοκρατικό κράτος, οι υπήκοοι είναι πολίτες και η προστασία επεκτείνεται σε όλη τη σφαίρα των κρατικών λειτουργιών, όπως την εξωτερική ασφάλεια, την εσωτερική τάξη, τις υποδομές και την αναδιανομή του εισοδήματος. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι το αντάλλαγμα, δηλαδή η πληρωμή φόρων.
Σε αυτή τη «σύμβαση» μεταξύ κράτους και πολιτών, όπως σε κάθε σύμβαση, η δέσμευση κάθε πλευράς συνδέεται με την τήρηση των υποχρεώσεων της άλλης. Όταν οι πολίτες πληρώνουν φόρους, απαιτούν και αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Όταν όμως το κράτος δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις απαιτήσεις, η σύμβαση παραβιάζεται και οι πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν είτε αποτελεσματικότερο κράτος είτε χαμηλότερους φόρους.
Στην πραγματικότητα διεκδικούν και τα δύο. Το πρώτο, η βελτίωση της κρατικής λειτουργίας, είναι σχεδόν πάντα στο προσκήνιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους. Στην πράξη όμως, η μεταρρύθμιση του κράτους παραμένει ένα πολιτικό σύνθημα, ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Από τον «εκσυγχρονισμό του κράτους» και την «επανίδρυση του κράτους» φτάσαμε στο «επιτελικό κράτος», χωρίς ιδιαίτερη πρόοδο στην εμπιστοσύνη που εμπνέει στους πολίτες. Έτσι απομένει μόνο το δεύτερο. Όταν οι πολίτες προεξοφλούν την αποτυχία του κράτους και θεωρούν χαμένη υπόθεση τις όποιες προσπάθειες για την ουσιαστική του βελτίωση, το μόνο που ζητούν από αυτό είναι να τους επιβαρύνει λιγότερο, δηλαδή να πληρώνουν λιγότερους φόρους.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στη διαχρονική απάντηση στο αρχικό μας δίλημμα. Το πολιτικό μας προσωπικό, αναγνωρίζοντας την ανικανότητά του να δημιουργήσει ένα λειτουργικό κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, υπόσχεται τουλάχιστον να χρεώνει λιγότερα για τις ελαττωματικές του υπηρεσίες. Οι υποσχέσεις μείωσης των φόρων είναι ουσιαστικά ομολογία αποτυχίας. Είναι η έκπτωση που δίνει ο πωλητής ενός προβληματικού προϊόντος στον δυσαρεστημένο πελάτη.