Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς πώς, τώρα που η χρηματοπιστωτική κρίση/κρίση χρέους της Ευρωζώνης αποτελεί όχι απλώς παρελθόν αλλά και μακρινή ανάμνηση (έτσι που πέρασε πάνω από οικονομίες και κοινωνίες ήδη η πανδημία του κορωνοϊού, ενώ ακολούθησε η ενεργειακή κρίση και η απειλούμενη επανεγκατάσταση του πληθωρισμού), ανθίζουν οι μελέτες/καταθέσεις σχετικά με το τι έμεινε πίσω ως ίζημα από την εμπειρία των Προγραμμάτων Προσαρμογής. Εκείνων που, στην ελληνική περίπτωση μάθαμε να γνωρίζουμε ως Μνημόνια με ενδιάμεσο κοινωνικό αποτέλεσμα την δυσπιστία αν μη απώθηση προς μια έννοια που συνδέθηκε άρρηκτα με την εμπειρία εκείνη: τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ήδη η τιτλοφόρηση της συλλογικής αυτής δουλειάς, που έρχεται να καλύψει την εμπειρία των τεσσάρων χωρών που γνώρισαν την εμπειρία Προγραμμάτων Προσαρμογής: Ελλάδας (γύρω από την οποία, είναι αλήθεια, πολώθηκε μεγάλο μέρος και της διεθνούς συζήτησης για την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους), Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Κύπρου, συν της Ισπανίας που έζησε την εμπειρία πιο ξώφαλτσα, δείχνει μιαν – ας πούμε – θετική προκατάληψη ως προς την αξιοποίηση/χρησιμότητα των Προγραμμάτων: οι περιορισμοί οδήγησαν κάπου/η προσαρμογή είχε νόημα. Η υπέρβαση της ρήτρας «περί μη-διάσωσης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ οδήγησε στο EFSF και στην συνέχεια στο ESM, όμως έφερε στο τραπέζι – μετά και το “Whatever it takes” Ντράγκι – και ένα σύνολο μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων με βάση το εργαλείο της conditionality/αιρεσιμότητας. Από δίπλα βέβαια και η «εκπαίδευση» των οργάνων της ΕΕ στον χειρισμό αυτής της προσέγγισης, με μέντορα το ΔΝΤ…
Πέρα από τα μηνύματα/διαβεβαιώσεις που επιδιώχθηκε να δοθούν προς τις αγορές με τα Προγράμματα Προσαρμογής, η όλη διαχείριση της κρίσης λειτούργησε και ως «παράθυρο ευκαιρίας» για εκείνους που καταγράφονται/χαρακτηρίζονται ως «μεταρρυθμιστές υπουργοί» στα αντίστοιχα Κράτη-μέλη: «Καθώς οι υπουργοί έχουν κάποια περιθώρια ελευθερίας στον σχεδιασμό των Προγραμμάτων, ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν την αιρεσιμότητα – τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό – προκειμένου να θεσπίζουν μέτρα τα οποία υποστήριζαν μεν, όμως αδυνατούσαν προηγουμένως να εφαρμόσουν».
Μαζί με το αίτημα της αξιοπιστίας – των υπό Προγράμματα Προσαρμογής κυβερνήσεων απέναντι στους συντελεστές της εποπτείας – ιδίως υπό το πρίσμα της περιβόητης «ιδιοκτησίας» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η διαδικασία αυτή σημάδεψε την οικονομική πολιτική, αλλά και την κυρίως πολιτική στις χώρες αυτές. Η διάσταση αυτή, ευλόγως, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο όταν – πλέον – τα Προγράμματα Προσαρμογής ολοκληρώθηκαν. Και οι οικονομίες των χωρών αυτών βρέθηκαν να ασκούν την εκτός εποπτείας οικονομική πολιτική τους.
Βασισμένες σε σειρά συνεντεύξεις με αξιωματούχους των Βρυξελλών, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ καθώς και με πολιτικούς και στελέχη των πρωτευουσών, οι επιμέρους μελέτες του συλλογικού τόμου αναδεικνύουν ομοιότητες και διαφορές. Τόσο των περιθωρίων ελιγμών και των διαπραγματεύσεων/της διαπραγματευτικής προσέγγισης των επιμέρους χωρών, όσο και της δομής και του περιεχομένου των αντίστοιχων Μνημονίων που προέκυψαν. Με επισήμανση ότι – όταν πλέον φθάνει η ώρα της λειτουργίας των οικονομιών εκτός Μνημονίων/Προγραμμάτων – «δεν αποτελεί έκπληξη […] ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι πιο ανθεκτικές όταν ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις των κυβερνήσεων».
Ειδικά για την Ελλάδα, αναδεικνύεται το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις μπόρεσαν να αξιοποιήσουν «κάποιο περιθώριο ελιγμών» ακόμη και όταν βρίσκονταν η αδύναμη θέση σε εξαιρετικά αδύναμη θέση – και μολονότι σ’ αυτήν την κρίση διήρκεσε σχεδόν 10 χρόνια. Διαπιστώνεται δε ότι «παρά τις αλλαγές στην κυβέρνηση και τις έντονες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, υπήρχε συνέχεια στα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις». Όπως και να το κάνουμε, ανακαλύπτει κανείς ενδιαφέροντα πράγματα για τον εαυτό του, όταν τον βλέπει απ’ έξω/από απόσταση!
Ενώ η διαπίστωση ότι «όταν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου (2010), Σαμαρά (2013) ή Τσίπρα (2017) εφάρμοζαν τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, τότε το επίπεδο εμπιστοσύνης ανέβαινε και οι κυβερνήσεις αποκτούσαν μεγαλύτερα περιθώρια για ελιγμούς», έρχεται να συνδυαστεί με το καταληκτικό σχόλιο, γραμμένο μεν ψύχραιμα, πλην αρκετά βαρύ: «Κατά κύριο λόγο υπήρξε διάχυση του κόστους στον γενικό πληθυσμό». Ενώ ταυτόχρονα «σπάνισαν οι περιπτώσεις αντιστροφών στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».