Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν νέα κοινωνικά και παραγωγικά δεδομένα, που επηρεάζουν τα εκπαιδευτικά συστήματα. Σε όλες τις χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, τα εκπαιδευτικά συστήματα εκσυγχρονίζονται, εισάγοντας πολιτικές που αλλάζουν το περιεχόμενο των σπουδών και επιτρέπουν τη λειτουργία μηχανισμών και διαδικασιών συνεχούς ελέγχου για τη διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ένα εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται να υπάρχει ένα πλαίσιο λειτουργίας που συστηματικά να σχεδιάζει, αλλά και να εφαρμόζει την αξιολόγηση στο σύνολο των εκπαιδευτικών συντελεστών, δηλαδή των εκπαιδευτικών πολιτικών, την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών, των διδακτικών μεθοδολογιών, των εκπαιδευτικών, των υποστηρικτικών δομών, των βιβλίων, των υποδομών, των νέων τεχνολογιών, της χρηματοδότησης.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, παρά τις διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων σαράντα χρόνων, εξακολουθεί να στερείται σχεδιασμού και απολογισμού, δηλαδή ουσιαστικών αξιολογικών διαδικασιών και συλλογής αποτελεσμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα όλες οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας νομοθέτησαν επανειλημμένα για τη διαδικασία αξιολόγησης των συντελεστών της εκπαιδευτικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών.
Από όλες τις νομοθετικές ρυθμίσεις, με αναφορά στην αξιολόγηση, μόνο δυο πραγματοποιήθηκαν. Αυτή που αφορούσε την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών των Πρότυπων - Πειραματικών με το νόμο 3966/2011 και αυτή με την εφαρμογή του Π.Δ.152/2013, που ξεκίνησε, αλλά έγινε μόνο για Σχολικούς Συμβούλους και Διευθυντές Εκπαίδευσης, γιατί αμέσως μετά καταργήθηκε.
Το πλαίσιο αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών επανήλθε νομοθετικά με την ψήφιση του νόμου 4823/2021, αλλά δεν έχει στην πράξη μέχρι σήμερα εφαρμοσθεί.
Γιατί όμως υπάρχει αυτή η διαχρονική εμμονή στην διαδικασία αξιολόγησης των συντελεστών παροχής εκπαίδευσης και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών;
Το σχολείο ως «ανοικτό σύστημα» αλληλεπιδρά με το εξωτερικό του περιβάλλον, «συνομιλεί» με τις κοινωνικές και παραγωγικές ανάγκες της κάθε χώρας και της κάθε εποχής. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι εξωτερικές αλλαγές πραγματοποιούνται με μεγάλη ταχύτητα, το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ανταποκρίνονται με μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα σε αυτές τις προκλήσεις.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο είναι εξαιρετικά σύνθετος και απαιτεί ο εκπαιδευτικός να βελτιώνει τις εκπαιδευτικές πρακτικές του, επειδή η εργασία του είναι συνδεδεμένη με διαρκώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις και συνεχώς εξελισσόμενες διδακτικές και παιδαγωγικές πρακτικές.
Η αναγκαιότητα αξιολόγησης του έργου των εκπαιδευτικών αντλεί επιχειρήματα νομιμοποίησης από την πεποίθηση που βεβαιώνεται και ερευνητικά, ότι ο εκπαιδευτικός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού έργου.
O λατινοαμερικανός διανοητής-εκπαιδευτικός Paulo Freire υποστηρίζει ότι η επιτυχία του δασκάλου εξαρτάται από τη σταθερή αφοσίωσή του στη μάθηση και στην κατάρτιση, ως μέρος μιας συνεχούς αξιολόγησης της διδακτικής του πράξης μέσα στην τάξη.
Οι τάσεις που επικρατούν πανευρωπαϊκά στα εκπαιδευτικά συστήματα είναι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, πρώτο, να συνδέεται και να αντλεί τεκμήρια από το συνολικό έργο και την πραγματικότητα της σχολικής μονάδας, δεύτερο, να επικεντρώνεται στο πώς ο εκπαιδευτικός βελτιώνει τη μάθηση των μαθητών του, τρίτο, να συμβάλει στη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας που εργάζεται και να αναπτύσσεται ο ίδιος επαγγελματικά.
Τα ανεπτυγμένα εκπαιδευτικά συστήματα διαθέτουν δομές επιμόρφωσης σε ενδοσχολικό, διασχολικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, ώστε να μπορούν να υποστηρίζουν το έργο των εκπαιδευτικών.
Δυστυχώς στο ελληνικό εκπαιδευτικό σήμερα δεν υπάρχουν σταθερές επιμορφωτικές δομές, καθώς και θεσμοί, που να εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία της τάξης, ώστε να εποπτεύουν, να καθοδηγούν, να επιμορφώνουν και να αξιολογούν τους εκπαιδευτικούς της τάξης.
Όμως, παρά τα προαναφερόμενα προβλήματα, δεν μπορεί να υπάρχει διαρκής μετωπική αντιπαράθεση και άρνηση για την αναγκαιότητα συνολικής αξιολόγησης της σχολικής μονάδας, αλλά και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Συμπερασματικά, εάν η ελληνική κοινωνία επιθυμεί να προχωρήσει προς την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και να βελτιώσει τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό παραγωγής και εργασίας, θα πρέπει να τολμήσει γενναίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Για το μετασχηματισμό του σχολείου σε κοινότητα μάθησης, σε ένα σχολείο για όλους, που να υπηρετεί τις τοπικές και εθνικές ανάγκες, απαιτούνται υπερβάσεις στις σημερινές αντιλήψεις της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Η απουσία συνολική «κουλτούρας» αξιολόγησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ,του αφαιρεί την δυνατότητα συλλογής κρίσιμων στοιχείων για την ποιοτική βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Η εκπαίδευση και η παιδεία αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και ευημερία της χώρας, ως εκ τούτου η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι έρμαιο μικροκομματικών και συντεχνιακών αντιπαραθέσεων.
Η απουσία θεσμικού εθνικού διαλόγου για τα θέματα Παιδείας, Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ιδιαίτερα με την κατάργηση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ), έχει ως αποτέλεσμα να μην ολοκληρώνονται οι εκπαιδευτικές πολιτικές, αφού δεν υπάρχει η απαραίτητη ευρύτερη συναίνεση για τη δημιουργία εθνικής μακροχρόνιας εκπαιδευτικής στρατηγικής.
Πολύ φοβάμαι πως ο Σίσυφος της εκπαίδευσης είναι ακόμα παρών.
Ο Γιάννης Ν. Κουμέντος είναι Διευθυντής Εκπαίδευσης, πρώην Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ)