Γλαφυρά το περιέγραψε – στα πλαίσια παρουσίασης των τεσσάρων αυτών βιβλίων που προχώρησαν με πρωτοβουλία/στήριξη του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδας – ο (και) Επιστημονικός Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου της ΤτΕ Ανδρέας Κακριδής: Η ανάσυρση αρχείων από το υπόγειο «και συχνά σκονισμένο» αρχειοστάσιο της ΤτΕ, η ανάδειξη του περιεχομένου τους και το κορφολόγημα συμπερασμάτων από το εν λόγω αρχειακό υλικό επιτρέπει να ξαναδιαβάζουμε το παρόν με την βοήθεια του παρελθόντος.
Σε μια χώρα που δεν αγαπάει το παρελθόν της, σε μια εποχή όπου – παρόλες τις τεχνολογικές δυνατότητες ψηφιοποίησης, σάρωσης/σκαναρίσματος, διάσωσης και αποθήκευσης – πολύτιμο αρχειακό υλικό «εύκολα» χάνεται, αλλά κι αν ακόμη διατηρείται αφήνεται ουσιαστικά ανενεργό, το να αναλαμβάνει ένας φορέας όπως η Τράπεζα της Ελλάδος πρωτοβουλία ανάδειξης, σημειακής έστω, αξιόλογων αρχείων έχει μεγάλη σημασία. Μεγαλύτερη από την ίδια την δουλειά, σημασία καθοδηγητική.
Για το ίδιο το αρχειακό υλικό, για την ποιότητα της επιχειρούμενης επεξεργασίας, για την προσπάθεια διάχυσης του μηνύματος που εμπεριέχεται (και που ο καθείς/η καθεμιά μπορεί να ενσωματώνει στην δική του/δική της ανάγνωση των πραγμάτων) μπορεί να επιχειρείται μια αξιολόγηση. όμως για την υπόρρητη προτροπή για άνοιγμα των αρχείων, όχι δε μόνον των «μεγάλων», και για αναστοχαστική προσέγγιση του περιεχομένου τους δεν νομίζουμε να υπάρχει αμφιβολία ως προς την αξία της.
Με τους οικονομικούς πόρους που έχει στην διάθεση της η ΤτΕ, με την μακροπρόθεσμη ματιά που ως εκ της θέσεώς της την χαρακτηρίζει – δεν είναι μόνο τα 100 χρόνια της που γιόρτασε, είναι και η κεντρικότητά της ως μέλους του Ευρωσυστήματος κι ας έχασε πλέον τον ρόλο εκδότη του νομίσματος/αυτοτελούς κέντρου άσκησης νομισματικής πολιτικής – με τους ανθρώπινους πόρους που (μπορεί να…) κινητοποιεί, είναι να απορεί κανείς πώς η εγκαινιαζόμενη σειρά ΤΕΚΜΗΡΙΑ άργησε τόσο. Όμως, τουλάχιστον, ξεκίνησε!
Στη σειρά αυτή βλέπουμε επιμέρους αρχεία ή και αρχειακά σύνολα να αναπαράγονται (μάλιστα τα εν μέρει χειρόγραφα πρωτότυπα είναι διαθέσιμα διαδικτυακά, με την χρήση QRcode στο τέλος κάθε βιβλίου) και να παρουσιάζονται με επεξηγηματικό/σχολιαστικό τρόπο από επιστήμονες μεν, αλλά σε μια λογική υψηλής εκλαΐκευσης και όχι ακαδημαϊκής μελέτης.
Το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία της σειράς αποτελεί η αξιοποίηση του Αρχείου Τσουδερού στο μέτρο που αφορούσε το μείζον ζήτημα του Προσφυγικού μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και τεκμηρίων της αποστολής Νάνσεν καθώς και από την λειτουργία της ΕΑΠ/Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Η δουλειά της Λένας Κορμά με αυτό το υλικό επιτρέπει να αξιολογήσει κανείς την τότε διαπραγμάτευση, το κυρίως έργο της αποκατάστασης αλλά και… «την λειτουργία μηχανισμού εποπτείας, ανάλογου με όσους έχει γνωρίσει η Ελλάδα σε όλη της την ιστορική πορεία».
[Θυμηθείτε, ήδη, εδώ εκείνο που καταγράψαμε εισαγωγικά, ως ευκαιρία ξαναδιαβάσματος του παρόντος με την βοήθεια του παρελθόντος: «εποπτεία», μηχανισμοί προγραμματικής παρακολούθησης κοκ].
Το δεύτερο, ακόμη πιο ιδιαίτερο ως πηγή, αφορά την Ελλάδα/την ελληνική οικονομία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην άμεση συνέχειά του. Το ημερολόγιο ενός υπαλλήλου της ΤτΕ, του Σωκράτη Κοσμίδη, ο οποίος συνόδευσε/παρακολούθησε την Διοίκηση και την κυβέρνηση με το χρυσό της Τράπεζας στην διαφυγή τους στην Κρήτη, στο Γιοχάνεσμπουργκ και εντέλει στο Λονδίνο, παρουσιάζει η Άντζελα Καραπάνου. Κρατώντας την αμεσότητα της γραφής και της αφήγησης, το δραματικό σασπένς των στιγμών του 1941-45. Η αναμέτρηση ενός καθημερινού ανθρώπου με την Ιστορία, αλλά και η παρακολούθηση της διαδρομής των κεντρικών συντελεστών σε πλήρη ανάπτυξη.
Το τρίτο βιβλίο ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια πολύ πιο γνωστή προσωπικότητα – τον Κυριάκο Βαρβαρέσο, όχι όμως με την Έκθεση Βαρβαρέσου και την τοποθέτησή του για τις επιλογές βιομηχανικής ή μη προτεραιότητας στην ανάπτυξη ή πάλι για τον ρόλο του κράτους σε αυτήν: Εδώ πρόκειται για το Υπόμνημα που απηύθυνε ο Βαρβαρέσος για την «Ελληνική Οικονομική κατάσταση» στον τότε υφυπουργό των ΗΠΑ Ντιν Άτσεσσον. Παρουσιάζει ο Σωτήρης Ριζάς, επισημαίνοντας πως το Υπόμνημα «απώτερο στόχο είχε να υποστηρίζει την ενεργότερη ανάμειξη των ΗΠΑ με την παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα», ενώ καταγράφεται το πώς «η απελπιστική κατάσταση που αντιμετώπιζε η χώρα μπορούσε να βελτιωθεί μόνο με δραστικά και εκτεταμένα μέτρα»: Αναδιοργάνωση της Διοίκησης, αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας, σταθεροποίηση μισθών, αύξηση της παραγωγής…
[Την εποχή του υπομνήματος αυτού, δεν είχε ακόμη διατυπωθεί το Δόγμα Τρούμαν, πόσο μάλλον το Σχέδιο Μάρσαλ, ούτε υπήρχε άμεση η προοπτική πόρων από ξένη βοήθεια. Ας κρατηθεί, κι αυτό με την ματιά στο πώς το παρελθόν μπορεί να μας οδηγήσει σε διαφορετική ανάγνωση, σε διαφορετικό φωτισμό του παρόντος, το μοτίβο της αναγκαιότητας έξωθεν πόρων. Παράλληλα όμως μ’ εκείνα που σήμερα θα λέγαμε «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»].
Τέλος, πολύ πιο κοντά σ’ εμάς, έχουμε την αναδίφηση της διαπραγμάτευσης που οδήγησε – το 1961, δηλαδή 20 χρόνια πριν την ένταξη – στη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας/ΕΟΚ. Βασισμένη εδώ στο αρχείο του Γιάγκου Πεσμαζόγλου, διαπραγματευτή (μαζί με τον Νίκο Κυριαζίδη) της Συμφωνίας Συνδέσεως, η ανάλυση της Ειρήνης Καραμούζη παρουσιάζει την ήδη, τότε, ανηφορική διαδρομή. Διαδρομή μιας διαπραγμάτευσης όπου κάθε κράτος-μέλος έβλεπε τα δικά του συμφέροντα, όπου τελικώς το περιεχόμενο της Συμφωνίας προέκυψε πολύ περισσότερο αγροτικό παρά το προσδοκώμενο βιομηχανικό, όπου η διάρκεια των διαπραγματεύσεων αντί για ολιγόμηνη έφθασε τα δυο χρόνια.
[Εδώ, η αφορμή αναστοχασμού παραπέμπει στο learning process, στην διαδικασία συνεχούς εκμάθησης των διαπραγματεύσεων με «την Ευρώπη». Που την ξανάζησε η Ελλάδα με τις διαδικασίες ένταξης, ύστερα διαφορετικά με την διαπραγμάτευση των ΜΟΠ/των Διαρθρωτικών Ταμείων/συνεχώς με την Κοινή Αγροτική Πολιτική, αργότερα με την διεκδίκηση συμμετοχής στην Ευρωζώνη – εντέλει, δε, υπό ακραία πίεση στα χρόνια των Μνημονίων. Η Ευρώπη ως μια συνεχής διαπραγμάτευση].
Και μια καταληκτική παρατήρηση/ζαβολιά: Αν το παρελθόν βοηθά στο ξαναδιάβασμα του παρόντος, σκεφθείτε μήπως και το σήμερα οδηγεί σε ανακατασκευή του παρελθόντος. Αυτή όμως είναι μια άλλη διαδρομή…